Οι υποστηρικτές της κυβέρνησης ισχυρίζονται ότι, επειδή μια κοινωνία χωρίς κυβερνήσεις δεν θα είχε κανένα ενιαίο, κοινωνικό θεσμικό όργανο ικανό να ασκήσει νόμιμα βία και να αποτρέψει την επιθετικότητα, θα προέκυπτε μια κατάσταση συγκρούσεων μεταξύ επιχειρήσεων και θα υπερισχυε ο πιο ισχυρός έναντι του πιο δικαίου και η κοινωνία θα βρισκόταν σε διαρκείς σύγκρουσεις. Αυτός ο ισχυρισμός υποθέτει ότι οι επιχειρηματίες θα ωφελούνταν με το να χρησιμοποιήσουν τις εταιρείες τους ως μέσα καταναγκασμού και όχι ως μέσα επίτευξης κερδών με την εξυπηρέτηση των πελατών τους. Ταυτόχρονα υποθέτουν ότι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι όχι μόνο θα απέτρεπαν τον καταναγκασμό αλλά και θα απέφευγαν την χρήση επιθετικής βίας.
Η δεύτερη από αυτές τις υποθέσεις είναι προφανώς αβάσιμη, αφού μια κυβέρνηση είναι ένα καταναγκαστικό μονοπώλιο που πρέπει να χρησιμοποιήσει επιθετική βία για να επιβιώσει και δεν υπάρχει τρόπος να αυτοπεριοριστεί. Αλλά τι γίνεται με τον πρώτο ισχυρισμό; Θα μπορούσε ας πούμε μια αμυντική εταιρία της ελεύθερης αγοράς να προκαλέσει συγκρούσεις σε ανταγωνιστικές αμυντικές εταιρείες;
Μια κατάσταση αντιμαχόμενων συμμοριών στην πραγματικότητα θυμίζει περισσότερο την κατάσταση που επικρατεί μεταξύ των αντιμαχόμενων κυβερνήσεων σήμερα. Μια κυβέρνηση, ως ένα καταναγκαστικό μονοπώλιο, βρίσκεται πάντα σε θέση άσκησης επιθετικής βίας απλώς και μόνο για την ύπαρξη της, οπότε δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι συγκρούσεις μεταξύ κυβερνήσεων συχνά παίρνουν τη μορφή ολοκληρωτικού πολέμου. Δεδομένου ότι μια κυβέρνηση είναι ένα καταναγκαστικό μονοπώλιο, η έννοια των περισσότερων από μίας κυβερνήσεων που καταλαμβάνουν την ίδια περιοχή την ίδια στιγμή είναι ανόητη. Όμως σε μια ελεύθερη κοινωνία δεν θα υπάρχουν κυβερνήσεις, αλλά ιδιωτικές επιχειρήσεις που θα λειτουργούν ανταγωνιστικά σε μια ελεύθερη αγορά.
Ποιες θα ήταν λοιπόν οι συνέπειες για μια αμυντική εταιρεία ελεύθερης αγοράς που θα δρούσε βίαια και επιθετικά σε μια ελεύθερη αγορά;
Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι η προστατευτική εταιρεία Α ενεργώντας για λογαριασμό πελάτη της που είχαν ληστέψει, έστελνε τους υπαλλήλους της να εισβάλουν και να αναζητησουν σε κάθε σπίτι στη γειτονιά τον κλέφτη. Υποθέστε επιπλέον ότι θα πυροβολούσαν τον πρώτο ύποπτο που αντιστεκόταν, λαμβάνοντας την αντίσταση του ως απόδειξη ενοχής.
Η συνέπεια μια τέτοιας επίθεσης θα ήταν ότι η αμυντική εταιρεία δεν θα εκπλήρωνε τον στόχο της .
Εκτός αυτού θα αποτελούσε στόχο κάθε άλλης ανταγωνιστικής προστατευτικής εταιρείας και θα προκαλούσε την απώλεια πελατών της, αφού οι πιο έντιμοι πελάτες της θα αποχωρούσαν αμέσως από αυτην διότι θα φοβούνταν ότι οποιαδήποτε διαφωνία θα είχαν μαζί της θα μπορούσε να προκαλέσει επιθετική βία εναντίον τους. Επιπλέον, θα συνειδητοποιούσαν ότι, ακόμη και αν κατορθώναν να παραμείνουν σε καλές σχέσεις με την εταιρία – μαφία θα κινδυνεύαν να γίνουν θύματα της όταν αυτή ασκούσε αμυντική βία για χάρη κάποιου άλλου πελάτη της που έπεσε θύμα επίθεσης.
Σε μια ελεύθερη αγορσ, η καλή φήμη είναι το πιο πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να έχει κάθε εταιρεία και μια εταιρεία με κακή φήμη θα δυσκολευόταν να αποκτήσει πελάτες, επιχειρηματικούς ή ασφαλιστικούς συνεργάτες σε τιμές που θα μπορούσε να αντέξει αφού κανείς δεν θα ήθελε να διακινδυνεύσει την προσωπική ή την εταιρική του φήμη, έχοντας συναλλαγές με έναν επιχειρηματία που θα είχε την φημη εγκληματία
Οι ασφαλιστικές εταιρείες, θα είχαν το κίνητρο να διαχωριστούν από κάθε εταιρεία μαφία και να στραφούν εναντίον της. Η επιθετική βία μιας μέχρι πρότινος αμυντικής εταιρίας θα προκαλούσε απώλεια αξίας και ο ασφαλιστικός κλάδος στο σύνολο του θα είχε υποστεί τη πιο σημαντική ζημιά από αυτές τις απώλειες αξίας. Έτσι καμία ασφαλιστική εταιρεία, δεν θα ήθελε να ρισκαρει να συνεργαστεί με μια επιθετική εταιρία που θα έβλαπτε τους πελάτες της.
Μια ασφαλιστική εταιρεία πιθανότατα θα αρνιόταν την κάλυψη πελατών που συνεργάζονται με την μαφία εξαιτίας της αναμενόμενης επιθυμίας να ελαχιστοποιηθούν τυχόν μελλοντικές απώλειες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν οι επιθέσεις της. Σε μια ανταγωνιστική οικονομία, καμία ασφαλιστική εταιρεία δεν θα μπορούσε να αντέξει οικονομικά να συνεχίσει να καλύπτει τους επιτιθέμενους και εκείνους που συναλλάσονταν μαζί τους και στη συνέχεια να περνά το κόστος στους καλούς πελάτες της. γιατί αυτοί θα την εγκατέλειπαν και θα επέλεγαν πιο αξιόπιστες επιχειρήσεις οι οποίες θα χρεωναν λιγότερα για την ασφαλιστική τους κάλυψη.
Μην έχοντας ασφαλιστική κάλυψη η εγκληματική οργάνωση θα έπρεπε να διαθέτει λοιπόν αρκετά κεφάλαια γιατί θα έπρεπε να μπορούσε να προστατευθεί μόνη της από οποιαδήποτε επιθετική ή αντίποινη δύναμη που θα ασκούνταν εναντίον της από οποιονδήποτε τρίτο. Επίσης δεν θα μπορούσε να αγοράσει ασφαλιστική προστασία από αυτοκινητιστικά ατυχήματα, φυσικές καταστροφές ή συμβατικές διαφορές, ούτε θα είχε προστασία έναντι των αγωγών αποζημίωσης που προκλήθηκαν από ατυχήματα που συνέβησαν στην ιδιοκτησία της.
Εκτός από τις ζημιές που θα δημιουργούσε στην εγκληματική οργάνωση ο εξοστρακισμός της από άλλες επιχειρήσεις της αγοράς, θα αντιμετώπιζε προβλήματα και με τους υπαλλήλους της. Σήμερα οι κυβερνητικοί υπάλληλοι προστατεύονται νομικά από οποιεσδήποτε προσωπικές συνέπειες έχουν οι πράξεις τους εκτός από τις πιο κραυγαλέες επιθετικές πράξεις που διαπράττουν «εν ώρα καθήκοντος.» Αστυνομικοί, δικαστές και φύλακες μπορούν να ασκήσουν βία έχοντας νομική ασυλία αλλά οι εργαζόμενοι μιας κακής εταιρείας της ελεύθερης αγοράς δεν θα είχαν τέτοια ασυλία για άσκηση υπερβολικής αντίποινης βίας και θα έπρεπε να αναλάβουν την ευθύνη των πράξεών τους. Εάν ένας εκπρόσωπος μιας αμυντικής εταιρείας ασκούσε βία, τόσο ο υπάλληλος όσο και ο επιχειρηματίας ή ο διευθυντής που του έδωσε την εντολή, καθώς και οι υπάλληλοι που εμπλέκονται εν γνώση τους, θα ευθύνονταν για τυχόν ζημιές που προκλήθηκαν σε τρίτους. Δεδομένου ότι δεν θα υπήρχε ασυλία από το «σύστημα», κανένας τίμιος υπάλληλος σε μια τέτοια διεφθαρμένη εταιρεία δεν θα εκτελούσς μια εντολή που θα συνεπαγόταν την έναρξη βίας (ούτε ένας τίμιος εργοδότης θα έδινε μια τέτοια εντολή ή δεν θα επέβαλε κυρώσεις σε μια τέτοια ενέργεια από τον υπάλληλό του). Έτσι πολύ δύσκολα θα παρέμεναν έντιμοι υπάλληλοι σε μια τέτοια μαφία και μόνο ηλίθιοι και απατεώνες θα επέλεγαν να εργαστούν σε αυτήν.
Άρα λοιπόν μια αμυντική εταιρεία που θα δρούσε επιθετικά, σύντομα θα έχανε πελάτες, συνεργάτες και υπαλλήλους πέρα από τις συνέπειες που θα είχε να αντιμετωπίσει για τις δράσεις της.
Αναρωτιέται όμως κανείς αν μια ομάδα εγκληματιών θα μπορούσαν να φτιάξουν την δική τους εταιρία «μαφία» ώστε να αντιμετωπίσουν την αντίποινη δύναμή των θυμάτων τους. Προφανώς μόνο ένας εγκλήματιας θα ήταν πρόθυμος να αγοράζει τις υπηρεσίες μιας μαφίας γιατί οι έντιμοι πελάτες της μόλις θα αντιλαμβάνονταν την εγκληματική δράση της θα την απέφευγαν. Μια τέτοια μαφία θα έπρεπε να προστατευτεί μόνη της από τις επίθεσεις του καθενός επιτιθέμενου εναντίον της διότι καμία άλλη επιχειρηση δεν θα ήθελε να έχει συναλλαγές μαζί της. Επιπλέον, θα έπρεπε να έχει αρκετά κεφάλαια,
επειδή η προστασία βίαιων ανθρώπων από την αυτοάμυνα των θυμάτων τους θα ήταν κοστοβορα δραστηριότητα.
Είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι οι μοναδικοί πελάτες μιας μαφίας θα ήταν επιτυχημένοι, εγκληματίες. Δεδομένου ότι ένας επιτιθέμενος δεν θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα βγάλει τα ίδια τα χρήματα μόνος του, η ύπαρξη του προϋποθέτει την ύπαρξη ενός αρκετά καλά οργανωμένου δικτύου μικρότερων κακοποιών που εργάζονται με τους «μεγάλους». Με άλλα λόγια μόνο οργανωμένες εγκληματικές συμμορίες θα παρείχαν οικονομική υποστήριξη σε μια εταιρεία «μαφία».
Αν και μια καλά οργανωμένη εγκληματική συμμορία θα μπορούσε να δραστηριοποιηθεί σε πολλούς τομείς, αυτή βρίσκει τη βασική της χρηματοδότηση από τις δραστηριότητες της στη μαύρη αγορά. Λέγοντας μαύρη αγορά είναι την αγοραπωλησία αγαθών που απαγορεύεται να διακινούνται από τον νόμο αλλά δεν παύουν να αποτελούν ειρηνικές και εθελούσιες συναλλαγές μεταξύ συναινουντων αγοραστών και πωλητών. Όταν η κυβέρνηση με χρήση επιθετικής βίας και νόμων απαγορεύει την ύπαρξη αυτών των συναλλαγών σε έντιμους ανθρώπους, τότε την εμπορία αυτών των αγαθών αναλαμβάνουν ριψοκίνδυνοι άνθρωποι που είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν τον κίνδυνο παραβίασης των γραφειοκρατικών υπαγορεύσεων και των νόμων των πολιτικών. Η βία και η απάτη που συνδέονται με οποιαδήποτε μαύρη αγορά δεν προέρχονται από τη φύση του αγαθού ή της υπηρεσίας που διακινείται αλλά είναι άμεσο αποτέλεσμα του γεγονότος ότι όλοι οι έντιμοι επιχειρηματίες έχουν αποκλειστεί από τον νόμο να δραστηριοποιηθούν σε αυτόν τον τομέα, αφήνοντάς το πεδίο ανοιχτό σε όσους τολμούν να αγνοήσουν τις απαγορεύσεις και είναι πρόθυμοι να προσφύγουν στη βία προκειμένου να δραστηριοποιηθούν χωρίς να συλληφθούν. Κάθε δραστηριότητα της ελεύθερης αγοράς λειτουργεί με βάση την εθελουσία ανταλλαγή αγαθών, επειδή αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να λειτουργήσει επιτυχώς μια επιχείρηση, εφόσον η επιθετική βία είναι πάντα επιζήμια και μη παραγωγική δαπάνη ενέργειας.
Ένα παράδειγμα μαύρης αγοράς αποτελεί η ποτόαπαγόρευση της δεκαετίας του 1920. Όταν η κυβέρνηση απαγόρευσε την παρασκευή και πώληση αλκοολ, απομάκρυνθηκε από την αγορά κάθε επιχειρηματίας που ήθελε να παραμείνει νόμιμος και δεδομένου ότι εξακολουθούσε να υπάρχει υψηλή ζήτηση για αλκοόλ, δημιουργούνταν συμμορίες προκειμένου να καλύψουν το κενό στην αγορά, πολλές απο τους οποίες στη πορεία μεγάλωσαν σε οργανώσεις τεράστιας ισχύος στηριζόμενες στα κέρδη της μαύρης αγοράς που δημιουργήθηκε από την τροποποίηση του Συντάγματος του Ηνωμένου Βασιλείου. Πολλές από αυτές τις οργανωμένες εγκληματικές συμμορίες βρίσκονται ακόμα ενεργές. παρόλο που έχασαν μεγάλο μέρος της ισχύος τους με την κατάργηση της ποτοαπαγόρευσης και μετατόπισαν το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων τους σε άλλες κυβερνητικά απαγορευμένες δραστηριότητες, όπως τα τυχερά παιχνίδια και η πορνεία. (Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η οργάνωση που πολέμησε σκληρότερα ενάντια στην κατάργηση της απαγόρευσης ήταν η Μαφία!)
Το οργανωμένο έγκλημα βασίζεται στα έσοδα που αποκτά από την μαύρη αγορά για τον εξής λόγο: Ο πλούτος δεν υπάρχει στη φύση αλλά πρέπει να δημιουργηθεί και το μόνο μέσο για τη παραγωγή πλούτου είναι η παραγωγή και ανταλλαγή κάποιας αξίας – δηλαδή η κατασκευή και το εμπόριο κάποιου επιθυμητού προϊόντος ή υπηρεσίας. Κάποιος μπορεί να αποκτήσει πλούτο άμεσα, με παραγωγική εργασία ή έμμεσα, με λεηλασία από έναν παραγωγό, αλλά ο πλούτος πρέπει απαραίτητα πρώτα να δημιουργηθεί. Ένας κακοποιός όμως είναι ένα κοινωνικό παράσιτο που δεν δημιουργεί τον δικό του πλούτο αλλά τον στερεί πάντα από κάποιον παραγωγό. Αυτό σημαίνει ότι η λεηλασία δεν μπορεί να είναι μια κερδοφόρα δραστηριότητα μακροπρόθεσμα, ειδικά όταν οι παραγωγοί πλούτου είναι οπλισμένοι. Οι παραγωγοί πάντα θα κατέχουν την πηγή του πλούτου και της ισχύος, και σε οποιοδήποτε πόλεμο μεγάλης εμβέλειας μεταξύ κακοποιών και μη αφοπλισμένων παραγωγών, ο πλούτος και η ισχύς θα βρίσκεται στην πλευρά των παραγωγών.
Επομένως μια εγκληματική οργάνωση δεν μπορεί να συντηρηθεί αποκλειστικά από πράξεις επιθετικότητας και ο μεγάλος κίνδυνος δεν θα άξιζε το μικρό σχετικά κέρδος (αυτό ισχύει σε μια κοινωνία όπου η προστασία της αξίας ήταν μια υπηρεσία που πωλείται σε μια ανταγωνιστική ελεύθερη αγορά). Μια μαφία χρειάζεται να υποστηρίξει την απόκτηση του πλούτου μέσω της παραγωγής και του εμπορίου σε κάποια μαύρη αγορά. Έτσι, το οργανωμένο έγκλημα εξαρτάται από την ύπαρξή μαύρων αγορών, οι οποίες είναι αποτέλεσμα των κυβερνητικών απαγορεύσεων. Χωρίς τις μαύρες αγορές που προκαλούν οι κυβερνήσεις, οι εγκληματίες θα έπρεπε να λειτουργούν μεμονωμένα ή σε μικρές ομάδες, επειδή δεν θα είχαν έσοδα από παραγωγή ή εμπόριο για να δημιουργήσουν μεγάλους και περίπλοκους οργανισμούς. Είναι λοιπόν σαφές ότι οι εγκληματίες σε μια ελεύθερη κοινωνία δεν θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την δημιουργία μιας επιθετικής εγκληματικης οργάνωσης μεγάλου βεληνεκούς.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι μεγάλο μέρος της επιτυχίας του οργανωμένου εγκλήματος στην παρούσα κοινωνία μας οφείλεται στις συμμαχίες των εγκληματιών με κυβερνητικούς αξιωματούχους σε όλα τα επίπεδα. Από το λάδωμα στον αστυνομικό, μέχρι την δωροδοκια πολιτικών, το οργανωμένο έγκλημα προστατεύεται τακτικά από στελεχη της κυβέρνησης. Σε μια ελεύθερη κοινωνία οι κακοποιοί όχι μόνο θα ήταν διάσπαρτοι, αδύναμοι και ανοργάνωτοι, θα έπρεπε να εξαγοράσουν πολλους διαφορετικούς ανεξάρτητους ανταγωνιζόμενους οργανισμούς προστασίας και διαιτησίας της ελεύθερης αγοράς. Εξάλλου οι πελάτες μιας διεφθαρμένης αμυντικής εταιρείας θα σταματούσαν να την χρηματοδοτούν οταν διαπίστωναν ότι ορισμένοι από τους υπαλλήλους της παρέχουν κάλυψη σε εγκληματίες, κάτι που οι πολίτες σήμερα δεν μπορούν να κάνουν με την κυβέρνηση – δηλαδή να βρουν κάποια άλλη εταιρεία να τους προστατεύσει. Μια προστατευτική εταίρα, σε αντίθεση με μια κυβέρνηση, δεν θα μπορούσε να αντέξει οικονομικά να έχει διασυνδέσεις με άτομα του υποκόσμου, ακόμα και με τον μικρό και ασήμαντο «υπόκοσμο» μιας ελεύθερης κοινωνίας. Όταν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αποκάλυπταν τις σκιώδεις συναλλαγές της μαζί τους, οι πελάτες της θα την εγκατέλειπαν και οι επιτιθέμενοι δεν θα μπορούσαν να τη διατηρήσουν για τον απλό λόγο ότι οι συμμορίες σε μια ελεύθερη κοινωνία θα ήταν πολύ μικροτερες και πολύ πιο αδύναμες για να υποστηρίξουν τις οικονομικές ζημιές που θα είχε τότε η αμυντική εταιρεία που δρούσε σαν μαφία.
Αλλά ακόμα κι αν μια προστατευτικη εργασία μαφία δεν θα μπορούσε να στηθεί σε μια κοινωνία ελεύθερης αγοράς, δεν θα μπορούσε μια καταξιωμένη εταίρα παροχής άμυνας με ισχυρή θέση στην αγορά να αρχίσει να ασκεί τις εξουσίες της με τυραννικό τρόπο; Φυσικά υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα ότι μια οποιαδήποτε κοινωνική δομή μπορεί να ανατραπεί – οτιδήποτε μπορεί να οικοδομήσουν μερικοί άνθρωποι, μπορούν μερικοί άλλοι να βρουν έναν τρόπο να το καταστρέψουν. Ποια εμπόδια όμως θα έπρεπε να ξεπεράσει ένας επίδοξος επιχειρηματίας – πολέμαρχος προκειμένου να αποκτήσει τον ολοκληρωτικό έλεγχο μιας ελεύθερης κοινωνίας;
Πρώτα απ’όλα, ο πολέμαρχος θα έπρεπε να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της αμυντικής εταιρείας που θα σκόπευε να χρησιμοποιήσει και θα έπρεπε να είναι ικανός να διαχειριστεί έναν αρκετά ισχυρό στρατό ή να έχει τα μέσα να τον δημιουργήσει. Ακόμη και αν είχε κληρονομησει την αμυντική εταιρία, δεν θα είχε τον απόλυτο έλεγχο σε αυτήν όπως έχει σήμερα μια κυβέρνηση στους γραφειοκράτες και στον στρατό της, διότι δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί στους υπαλλήλους του που επιτίθενται σε τρίτους την ασυλία από επιθετική βία, αν δρούσαν κατ’ εντολή του. Ούτε θα ήταν σε θέση να κρατήσει τους υπαλλήλους του, όπως μια κυβέρνηση μπορεί, αν αντιτάσσονταν στις εντολές του ή αρνούνταν να τις εκτελέσουν.
Αλλά ακόμα κι αν αυτός ο επίδοξος δικτάτορας ήταν αρκετά ικανός να κερδίσει την πίστη των υπαλλήλων του να θυσιαστούν για τον σκοπό του, θα είχε κάνει μόνο το πρώτο μόνο βήμα στον δρόμο για την τυραννία των συνανθρώπων του. Για να έχει επαρκή εξουσία ωστε να εκτελέσει τα σχέδιά του, θα έπρεπε να είχε αποκτήσει μονοπωλιακό έλεγχο και για να το πετύχει αυτό, θα έπρεπε να είναι προηγουμένως ο πιο αποτελεσματικός επιχειρηματίας στον τομέα της παροχής υπηρεσιών άμυνας και στη συνέχεια να εμποδίσει άλλες εταιρίες να εισελθουν τον τομέα παροχής άμυνας και να αποκομίσουν τα οφέλη από τα υψηλότερα περιθώρια κέρδους. Αυτό σημαίνει ότι ο επίδοξος δικτάτορας επιχειρηματίας δεν θα μπορούσε να χρεώσει μελλοντικά στους πελάτες του υψηλές τιμές, προκειμένου να συγκεντρώσει κεφάλαια για να αγοράσει όπλα και να στρατολογήσει άτομα για να προωθήσει τα κατακτητικά του σχέδιά.
Στην πραγματικότητα, οι υποψήφιοι πελάτες του επίδοξου τυράννου θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο εμπόδιο στις φιλοδοξίες του απ ‘ό, τι θα ήταν οι υπάλληλοί του. Δεν θα μπορούσε να τους αποσπά φόρους, όπως κάνει η κυβέρνηση, και τουλάχιστον μέχρι να φτάσει στο στάδιο της πλήρους εξουσίας, δεν θα μπορούσε ούτε να τους εξαναγκάσει να αγοράσουν τις υπηρεσίες του και να υποστηρίξουν οικονομικά την εταιρεία του. Μια σχέση μεταξύ ενός πελάτη και μιας επιχείρησης στην ελεύθερη αγορά είναι μια αμοιβαία εθελοντική σχέση και εάν ένας πελάτης δεν θέλει τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης ή δεν εμπιστεύεται τους σκοπούς της, είναι ελεύθερος να επιλέξει την επιχείρησή κάποιου άλλου ή να ξεκινήσει τη δική του ανταγωνιστική επιχείρηση ή να μην χρησιμοποιήσει την υπηρεσία καθόλου και να προστατέψει μόνος του τον εαυτό του. Επιπλέον, οι πελάτες δεν παραπλανούνται από τη προπαγάνδα περί «εθνικής υπερηφάνειας» όπως συμβαίνει με την κυβέρνηση και είναι κατά συνέπεια, πολύ δυσκολότερο να δελεαστούν από κολλεκτιβιστικες ιδεοληψίες. Οι ελεύθεροι άνθρωποι δεν θα λειτουργούσαν σαν πρόβατα μπροστά σε εκκλήσεις της κυβέρνησης να «υπερασπιστούν τη σημαία» ή να «θυσιαστούν για την πατρίδα». Σε τέτοια ζωτικά σημεία, το σύστημα της ελεύθερης αγοράς θα διέφερε θεμελιωδώς από ένα κυβερνητικό σύστημα οποιουδήποτε είδους.
The fear of a tyrant is a very real one, and, in the light of history, it is well justified. But, as can be seen from the foregoing examination, it applies to a governmentally run society rather than to a free society. The objection that a tyrant might take over is actually a devastating argument against government
Άρα ο υποψήφιος επιχειρηματίας δικτάτορας θα έπρεπε να προσπαθήσει να κάνει τα τυραννικά του σχέδια με απόλυτη μυστικότητα μέχρι να είναι έτοιμος να κάνει το πραξικόπημά του, αλλά θα είχε πολύ δρόμο να διανύσει για να πετύχει κάτι τέτοιο. Θα έπρεπε να συγκεντρώσει το κεφάλαιο για να αγοράσει όλον τον απαρατήρητο εξοπλισμό για έναν σύγχρονο πολέμο. Στη συνέχεια θα έπρεπε να ακριβοπληρώσει μια μεγάλη δύναμη στρατιωτών και να τους εκπαιδεύσει για μήνες χωρίς μάλιστα να τον αντιληφθούν τα ανεξάρτητα ειδησεογραφικά μέσα που θα αναζητούσαν μονίμως μια μεγάλη αποκαλυπτική είδηση.
Ο φόβος ύπαρξης ενός επίδοξου τύραννου σε μια ελεύθερη κοινωνία σίγουρα θα ήταν υπαρκτός αλλά το ίδιο ισχύει και για μια κοινωνία με κυβέρνηση. Εν τέλει ο κίνδυνος να πέσει ο έλεγχος ολόκληρης της κοινωνίας στα χέρια ενός αδίστακτου τυράννου είναι στην πραγματικότητα ένα επιχείρημα εναντίον μιας κοινωνίας με κυβέρνηση και όχι εναντίον ενός ανταγωνιστικού συστήματος εταιρειών παροχής προστασίας και άμυνας μέσω της ελεύθερης αγοράς.
Morris Tannehill, Market for liberty