Ελεύθερη κοινωνία – Πρόληψη οργανωμένου Εγκλήματος

Οι υποστηρικτές της κυβέρνησης ισχυρίζονται ότι, επειδή μια κοινωνία χωρίς κυβερνήσεις δεν θα είχε κανένα ενιαίο, κοινωνικό θεσμικό όργανο ικανό να ασκήσει νόμιμα βία και να αποτρέψει την επιθετικότητα, θα προέκυπτε μια κατάσταση συγκρούσεων μεταξύ επιχειρήσεων και θα υπερισχυε ο πιο ισχυρός έναντι του πιο δικαίου και η κοινωνία θα βρισκόταν σε διαρκείς σύγκρουσεις. Αυτός ο ισχυρισμός υποθέτει ότι οι επιχειρηματίες θα ωφελούνταν με το να χρησιμοποιήσουν τις εταιρείες τους ως μέσα καταναγκασμού και όχι ως μέσα επίτευξης κερδών με την εξυπηρέτηση των πελατών τους. Ταυτόχρονα υποθέτουν ότι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι όχι μόνο θα απέτρεπαν τον καταναγκασμό αλλά και θα απέφευγαν την χρήση επιθετικής βίας.

Η δεύτερη από αυτές τις υποθέσεις είναι προφανώς αβάσιμη, αφού μια κυβέρνηση είναι ένα καταναγκαστικό μονοπώλιο που πρέπει να χρησιμοποιήσει επιθετική βία για να επιβιώσει και δεν υπάρχει τρόπος να αυτοπεριοριστεί. Αλλά τι γίνεται με τον πρώτο ισχυρισμό; Θα μπορούσε ας πούμε μια αμυντική εταιρία της ελεύθερης αγοράς να προκαλέσει συγκρούσεις σε ανταγωνιστικές αμυντικές εταιρείες;
Μια κατάσταση αντιμαχόμενων συμμοριών στην πραγματικότητα θυμίζει περισσότερο την κατάσταση που επικρατεί μεταξύ των αντιμαχόμενων κυβερνήσεων σήμερα. Μια κυβέρνηση, ως ένα καταναγκαστικό μονοπώλιο, βρίσκεται πάντα σε θέση άσκησης επιθετικής βίας απλώς και μόνο για την ύπαρξη της, οπότε δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι συγκρούσεις μεταξύ κυβερνήσεων συχνά παίρνουν τη μορφή ολοκληρωτικού πολέμου. Δεδομένου ότι μια κυβέρνηση είναι ένα καταναγκαστικό μονοπώλιο, η έννοια των περισσότερων από μίας κυβερνήσεων που καταλαμβάνουν την ίδια περιοχή την ίδια στιγμή είναι ανόητη. Όμως σε μια ελεύθερη κοινωνία δεν θα υπάρχουν κυβερνήσεις, αλλά ιδιωτικές επιχειρήσεις που θα λειτουργούν ανταγωνιστικά σε μια ελεύθερη αγορά.

Ποιες θα ήταν λοιπόν οι συνέπειες για μια αμυντική εταιρεία ελεύθερης αγοράς που θα δρούσε βίαια και επιθετικά σε μια ελεύθερη αγορά;
Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι η προστατευτική εταιρεία Α ενεργώντας για λογαριασμό πελάτη της που είχαν ληστέψει, έστελνε τους υπαλλήλους της να εισβάλουν και να αναζητησουν σε κάθε σπίτι στη γειτονιά τον κλέφτη. Υποθέστε επιπλέον ότι θα πυροβολούσαν τον πρώτο ύποπτο που αντιστεκόταν, λαμβάνοντας την αντίσταση του ως απόδειξη ενοχής.
Η συνέπεια μια τέτοιας επίθεσης θα ήταν ότι η αμυντική εταιρεία δεν θα εκπλήρωνε τον στόχο της .
Εκτός αυτού θα αποτελούσε στόχο κάθε άλλης ανταγωνιστικής προστατευτικής εταιρείας και θα προκαλούσε την απώλεια πελατών της, αφού οι πιο έντιμοι πελάτες της θα αποχωρούσαν αμέσως από αυτην διότι θα φοβούνταν ότι οποιαδήποτε διαφωνία θα είχαν μαζί της θα μπορούσε να προκαλέσει επιθετική βία εναντίον τους. Επιπλέον, θα συνειδητοποιούσαν ότι, ακόμη και αν κατορθώναν να παραμείνουν σε καλές σχέσεις με την εταιρία – μαφία θα κινδυνεύαν να γίνουν θύματα της όταν αυτή ασκούσε αμυντική βία για χάρη κάποιου άλλου πελάτη της που έπεσε θύμα επίθεσης.
Σε μια ελεύθερη αγορσ, η καλή φήμη είναι το πιο πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να έχει κάθε εταιρεία και μια εταιρεία με κακή φήμη θα δυσκολευόταν να αποκτήσει πελάτες, επιχειρηματικούς ή ασφαλιστικούς συνεργάτες σε τιμές που θα μπορούσε να αντέξει αφού κανείς δεν θα ήθελε να διακινδυνεύσει την προσωπική ή την εταιρική του φήμη, έχοντας συναλλαγές με έναν επιχειρηματία που θα είχε την φημη εγκληματία

Οι ασφαλιστικές εταιρείες, θα είχαν το κίνητρο να διαχωριστούν από κάθε εταιρεία μαφία και να στραφούν εναντίον της. Η επιθετική βία μιας μέχρι πρότινος αμυντικής εταιρίας θα προκαλούσε απώλεια αξίας και ο ασφαλιστικός κλάδος στο σύνολο του θα είχε υποστεί τη πιο σημαντική ζημιά από αυτές τις απώλειες αξίας. Έτσι καμία ασφαλιστική εταιρεία, δεν θα ήθελε να ρισκαρει να συνεργαστεί με μια επιθετική εταιρία που θα έβλαπτε τους πελάτες της.
Μια ασφαλιστική εταιρεία πιθανότατα θα αρνιόταν την κάλυψη πελατών που συνεργάζονται με την μαφία εξαιτίας της αναμενόμενης επιθυμίας να ελαχιστοποιηθούν τυχόν μελλοντικές απώλειες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν οι επιθέσεις της. Σε μια ανταγωνιστική οικονομία, καμία ασφαλιστική εταιρεία δεν θα μπορούσε να αντέξει οικονομικά να συνεχίσει να καλύπτει τους επιτιθέμενους και εκείνους που συναλλάσονταν μαζί τους και στη συνέχεια να περνά το κόστος στους καλούς πελάτες της. γιατί αυτοί θα την εγκατέλειπαν και θα επέλεγαν πιο αξιόπιστες επιχειρήσεις οι οποίες θα χρεωναν λιγότερα για την ασφαλιστική τους κάλυψη.

Μην έχοντας ασφαλιστική κάλυψη η εγκληματική οργάνωση θα έπρεπε να διαθέτει λοιπόν αρκετά κεφάλαια γιατί θα έπρεπε να μπορούσε να προστατευθεί μόνη της από οποιαδήποτε επιθετική ή αντίποινη δύναμη που θα ασκούνταν εναντίον της από οποιονδήποτε τρίτο. Επίσης δεν θα μπορούσε να αγοράσει ασφαλιστική προστασία από αυτοκινητιστικά ατυχήματα, φυσικές καταστροφές ή συμβατικές διαφορές, ούτε θα είχε προστασία έναντι των αγωγών αποζημίωσης που προκλήθηκαν από ατυχήματα που συνέβησαν στην ιδιοκτησία της.

Εκτός από τις ζημιές που θα δημιουργούσε στην εγκληματική οργάνωση ο εξοστρακισμός της από άλλες επιχειρήσεις της αγοράς, θα αντιμετώπιζε προβλήματα και με τους υπαλλήλους της. Σήμερα οι κυβερνητικοί υπάλληλοι προστατεύονται νομικά από οποιεσδήποτε προσωπικές συνέπειες έχουν οι πράξεις τους εκτός από τις πιο κραυγαλέες επιθετικές πράξεις που διαπράττουν «εν ώρα καθήκοντος.» Αστυνομικοί, δικαστές και φύλακες μπορούν να ασκήσουν βία έχοντας νομική ασυλία αλλά οι εργαζόμενοι μιας κακής εταιρείας της ελεύθερης αγοράς δεν θα είχαν τέτοια ασυλία για άσκηση υπερβολικής αντίποινης βίας και θα έπρεπε να αναλάβουν την ευθύνη των πράξεών τους. Εάν ένας εκπρόσωπος μιας αμυντικής εταιρείας ασκούσε βία, τόσο ο υπάλληλος όσο και ο επιχειρηματίας ή ο διευθυντής που του έδωσε την εντολή, καθώς και οι υπάλληλοι που εμπλέκονται εν γνώση τους, θα ευθύνονταν για τυχόν ζημιές που προκλήθηκαν σε τρίτους. Δεδομένου ότι δεν θα υπήρχε ασυλία από το «σύστημα», κανένας τίμιος υπάλληλος σε μια τέτοια διεφθαρμένη εταιρεία δεν θα εκτελούσς μια εντολή που θα συνεπαγόταν την έναρξη βίας (ούτε ένας τίμιος εργοδότης θα έδινε μια τέτοια εντολή ή δεν θα επέβαλε κυρώσεις σε μια τέτοια ενέργεια από τον υπάλληλό του). Έτσι πολύ δύσκολα θα παρέμεναν έντιμοι υπάλληλοι σε μια τέτοια μαφία και μόνο ηλίθιοι και απατεώνες θα επέλεγαν να εργαστούν σε αυτήν.

Άρα λοιπόν μια αμυντική εταιρεία που θα δρούσε επιθετικά, σύντομα θα έχανε πελάτες, συνεργάτες και υπαλλήλους πέρα από τις συνέπειες που θα είχε να αντιμετωπίσει για τις δράσεις της.
Αναρωτιέται όμως κανείς αν μια ομάδα εγκληματιών θα μπορούσαν να φτιάξουν την δική τους εταιρία «μαφία» ώστε να αντιμετωπίσουν την αντίποινη δύναμή των θυμάτων τους. Προφανώς μόνο ένας εγκλήματιας θα ήταν πρόθυμος να αγοράζει τις υπηρεσίες μιας μαφίας γιατί οι έντιμοι πελάτες της μόλις θα αντιλαμβάνονταν την εγκληματική δράση της θα την απέφευγαν. Μια τέτοια μαφία θα έπρεπε να προστατευτεί μόνη της από τις επίθεσεις του καθενός επιτιθέμενου εναντίον της διότι καμία άλλη επιχειρηση δεν θα ήθελε να έχει συναλλαγές μαζί της. Επιπλέον, θα έπρεπε να έχει αρκετά κεφάλαια,
επειδή η προστασία βίαιων ανθρώπων από την αυτοάμυνα των θυμάτων τους θα ήταν κοστοβορα δραστηριότητα.

Είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι οι μοναδικοί πελάτες μιας μαφίας θα ήταν επιτυχημένοι, εγκληματίες. Δεδομένου ότι ένας επιτιθέμενος δεν θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα βγάλει τα ίδια τα χρήματα μόνος του, η ύπαρξη του προϋποθέτει την ύπαρξη ενός αρκετά καλά οργανωμένου δικτύου μικρότερων κακοποιών που εργάζονται με τους «μεγάλους». Με άλλα λόγια μόνο οργανωμένες εγκληματικές συμμορίες θα παρείχαν οικονομική υποστήριξη σε μια εταιρεία «μαφία».

Αν και μια καλά οργανωμένη εγκληματική συμμορία θα μπορούσε να δραστηριοποιηθεί σε πολλούς τομείς, αυτή βρίσκει τη βασική της χρηματοδότηση από τις δραστηριότητες της στη μαύρη αγορά. Λέγοντας μαύρη αγορά είναι την αγοραπωλησία αγαθών που απαγορεύεται να διακινούνται από τον νόμο αλλά δεν παύουν να αποτελούν ειρηνικές και εθελούσιες συναλλαγές μεταξύ συναινουντων αγοραστών και πωλητών. Όταν η κυβέρνηση με χρήση επιθετικής βίας και νόμων απαγορεύει την ύπαρξη αυτών των συναλλαγών σε έντιμους ανθρώπους, τότε την εμπορία αυτών των αγαθών αναλαμβάνουν ριψοκίνδυνοι άνθρωποι που είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν τον κίνδυνο παραβίασης των γραφειοκρατικών υπαγορεύσεων και των νόμων των πολιτικών. Η βία και η απάτη που συνδέονται με οποιαδήποτε μαύρη αγορά δεν προέρχονται από τη φύση του αγαθού ή της υπηρεσίας που διακινείται αλλά είναι άμεσο αποτέλεσμα του γεγονότος ότι όλοι οι έντιμοι επιχειρηματίες έχουν αποκλειστεί από τον νόμο να δραστηριοποιηθούν σε αυτόν τον τομέα, αφήνοντάς το πεδίο ανοιχτό σε όσους τολμούν να αγνοήσουν τις απαγορεύσεις και είναι πρόθυμοι να προσφύγουν στη βία προκειμένου να δραστηριοποιηθούν χωρίς να συλληφθούν. Κάθε δραστηριότητα της ελεύθερης αγοράς λειτουργεί με βάση την εθελουσία ανταλλαγή αγαθών, επειδή αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να λειτουργήσει επιτυχώς μια επιχείρηση, εφόσον η επιθετική βία είναι πάντα επιζήμια και μη παραγωγική δαπάνη ενέργειας.

Ένα παράδειγμα μαύρης αγοράς αποτελεί η ποτόαπαγόρευση της δεκαετίας του 1920. Όταν η κυβέρνηση απαγόρευσε την παρασκευή και πώληση αλκοολ, απομάκρυνθηκε από την αγορά κάθε επιχειρηματίας που ήθελε να παραμείνει νόμιμος και δεδομένου ότι εξακολουθούσε να υπάρχει υψηλή ζήτηση για αλκοόλ, δημιουργούνταν συμμορίες προκειμένου να καλύψουν το κενό στην αγορά, πολλές απο τους οποίες στη πορεία μεγάλωσαν σε οργανώσεις τεράστιας ισχύος στηριζόμενες στα κέρδη της μαύρης αγοράς που δημιουργήθηκε από την τροποποίηση του Συντάγματος του Ηνωμένου Βασιλείου. Πολλές από αυτές τις οργανωμένες εγκληματικές συμμορίες βρίσκονται ακόμα ενεργές. παρόλο που έχασαν μεγάλο μέρος της ισχύος τους με την κατάργηση της ποτοαπαγόρευσης και μετατόπισαν το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων τους σε άλλες κυβερνητικά απαγορευμένες δραστηριότητες, όπως τα τυχερά παιχνίδια και η πορνεία. (Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η οργάνωση που πολέμησε σκληρότερα ενάντια στην κατάργηση της απαγόρευσης ήταν η Μαφία!)

Το οργανωμένο έγκλημα βασίζεται στα έσοδα που αποκτά από την μαύρη αγορά για τον εξής λόγο: Ο πλούτος δεν υπάρχει στη φύση αλλά πρέπει να δημιουργηθεί και το μόνο μέσο για τη παραγωγή πλούτου είναι η παραγωγή και ανταλλαγή κάποιας αξίας – δηλαδή η κατασκευή και το εμπόριο κάποιου επιθυμητού προϊόντος ή υπηρεσίας. Κάποιος μπορεί να αποκτήσει πλούτο άμεσα, με παραγωγική εργασία ή έμμεσα, με λεηλασία από έναν παραγωγό, αλλά ο πλούτος πρέπει απαραίτητα πρώτα να δημιουργηθεί. Ένας κακοποιός όμως είναι ένα κοινωνικό παράσιτο που δεν δημιουργεί τον δικό του πλούτο αλλά τον στερεί πάντα από κάποιον παραγωγό. Αυτό σημαίνει ότι η λεηλασία δεν μπορεί να είναι μια κερδοφόρα δραστηριότητα μακροπρόθεσμα, ειδικά όταν οι παραγωγοί πλούτου είναι οπλισμένοι. Οι παραγωγοί πάντα θα κατέχουν την πηγή του πλούτου και της ισχύος, και σε οποιοδήποτε πόλεμο μεγάλης εμβέλειας μεταξύ κακοποιών και μη αφοπλισμένων παραγωγών, ο πλούτος και η ισχύς θα βρίσκεται στην πλευρά των παραγωγών.

Επομένως μια εγκληματική οργάνωση δεν μπορεί να συντηρηθεί αποκλειστικά από πράξεις επιθετικότητας και ο μεγάλος κίνδυνος δεν θα άξιζε το μικρό σχετικά κέρδος (αυτό ισχύει σε μια κοινωνία όπου η προστασία της αξίας ήταν μια υπηρεσία που πωλείται σε μια ανταγωνιστική ελεύθερη αγορά). Μια μαφία χρειάζεται να υποστηρίξει την απόκτηση του πλούτου μέσω της παραγωγής και του εμπορίου σε κάποια μαύρη αγορά. Έτσι, το οργανωμένο έγκλημα εξαρτάται από την ύπαρξή μαύρων αγορών, οι οποίες είναι αποτέλεσμα των κυβερνητικών απαγορεύσεων. Χωρίς τις μαύρες αγορές που προκαλούν οι κυβερνήσεις, οι εγκληματίες θα έπρεπε να λειτουργούν μεμονωμένα ή σε μικρές ομάδες, επειδή δεν θα είχαν έσοδα από παραγωγή ή εμπόριο για να δημιουργήσουν μεγάλους και περίπλοκους οργανισμούς. Είναι λοιπόν σαφές ότι οι εγκληματίες σε μια ελεύθερη κοινωνία δεν θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την δημιουργία μιας επιθετικής εγκληματικης οργάνωσης μεγάλου βεληνεκούς.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι μεγάλο μέρος της επιτυχίας του οργανωμένου εγκλήματος στην παρούσα κοινωνία μας οφείλεται στις συμμαχίες των εγκληματιών με κυβερνητικούς αξιωματούχους σε όλα τα επίπεδα. Από το λάδωμα στον αστυνομικό, μέχρι την δωροδοκια πολιτικών, το οργανωμένο έγκλημα προστατεύεται τακτικά από στελεχη της κυβέρνησης. Σε μια ελεύθερη κοινωνία οι κακοποιοί όχι μόνο θα ήταν διάσπαρτοι, αδύναμοι και ανοργάνωτοι, θα έπρεπε να εξαγοράσουν πολλους διαφορετικούς ανεξάρτητους ανταγωνιζόμενους οργανισμούς προστασίας και διαιτησίας της ελεύθερης αγοράς. Εξάλλου οι πελάτες μιας διεφθαρμένης αμυντικής εταιρείας θα σταματούσαν να την χρηματοδοτούν οταν διαπίστωναν ότι ορισμένοι από τους υπαλλήλους της παρέχουν κάλυψη σε εγκληματίες, κάτι που οι πολίτες σήμερα δεν μπορούν να κάνουν με την κυβέρνηση – δηλαδή να βρουν κάποια άλλη εταιρεία να τους προστατεύσει. Μια προστατευτική εταίρα, σε αντίθεση με μια κυβέρνηση, δεν θα μπορούσε να αντέξει οικονομικά να έχει διασυνδέσεις με άτομα του υποκόσμου, ακόμα και με τον μικρό και ασήμαντο «υπόκοσμο» μιας ελεύθερης κοινωνίας. Όταν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αποκάλυπταν τις σκιώδεις συναλλαγές της μαζί τους, οι πελάτες της θα την εγκατέλειπαν και οι επιτιθέμενοι δεν θα μπορούσαν να τη διατηρήσουν για τον απλό λόγο ότι οι συμμορίες σε μια ελεύθερη κοινωνία θα ήταν πολύ μικροτερες και πολύ πιο αδύναμες για να υποστηρίξουν τις οικονομικές ζημιές που θα είχε τότε η αμυντική εταιρεία που δρούσε σαν μαφία.

Αλλά ακόμα κι αν μια προστατευτικη εργασία μαφία δεν θα μπορούσε να στηθεί σε μια κοινωνία ελεύθερης αγοράς, δεν θα μπορούσε μια καταξιωμένη εταίρα παροχής άμυνας με ισχυρή θέση στην αγορά να αρχίσει να ασκεί τις εξουσίες της με τυραννικό τρόπο; Φυσικά υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα ότι μια οποιαδήποτε κοινωνική δομή μπορεί να ανατραπεί – οτιδήποτε μπορεί να οικοδομήσουν μερικοί άνθρωποι, μπορούν μερικοί άλλοι να βρουν έναν τρόπο να το καταστρέψουν. Ποια εμπόδια όμως θα έπρεπε να ξεπεράσει ένας επίδοξος επιχειρηματίας – πολέμαρχος προκειμένου να αποκτήσει τον ολοκληρωτικό έλεγχο μιας ελεύθερης κοινωνίας;

Πρώτα απ’όλα, ο πολέμαρχος θα έπρεπε να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της αμυντικής εταιρείας που θα σκόπευε να χρησιμοποιήσει και θα έπρεπε να είναι ικανός να διαχειριστεί έναν αρκετά ισχυρό στρατό ή να έχει τα μέσα να τον δημιουργήσει. Ακόμη και αν είχε κληρονομησει την αμυντική εταιρία, δεν θα είχε τον απόλυτο έλεγχο σε αυτήν όπως έχει σήμερα μια κυβέρνηση στους γραφειοκράτες και στον στρατό της, διότι δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί στους υπαλλήλους του που επιτίθενται σε τρίτους την ασυλία από επιθετική βία, αν δρούσαν κατ’ εντολή του. Ούτε θα ήταν σε θέση να κρατήσει τους υπαλλήλους του, όπως μια κυβέρνηση μπορεί, αν αντιτάσσονταν στις εντολές του ή αρνούνταν να τις εκτελέσουν.

Αλλά ακόμα κι αν αυτός ο επίδοξος δικτάτορας ήταν αρκετά ικανός να κερδίσει την πίστη των υπαλλήλων του να θυσιαστούν για τον σκοπό του, θα είχε κάνει μόνο το πρώτο μόνο βήμα στον δρόμο για την τυραννία των συνανθρώπων του. Για να έχει επαρκή εξουσία ωστε να εκτελέσει τα σχέδιά του, θα έπρεπε να είχε αποκτήσει μονοπωλιακό έλεγχο και για να το πετύχει αυτό, θα έπρεπε να είναι προηγουμένως ο πιο αποτελεσματικός επιχειρηματίας στον τομέα της παροχής υπηρεσιών άμυνας και στη συνέχεια να εμποδίσει άλλες εταιρίες να εισελθουν τον τομέα παροχής άμυνας και να αποκομίσουν τα οφέλη από τα υψηλότερα περιθώρια κέρδους. Αυτό σημαίνει ότι ο επίδοξος δικτάτορας επιχειρηματίας δεν θα μπορούσε να χρεώσει μελλοντικά στους πελάτες του υψηλές τιμές, προκειμένου να συγκεντρώσει κεφάλαια για να αγοράσει όπλα και να στρατολογήσει άτομα για να προωθήσει τα κατακτητικά του σχέδιά.

Στην πραγματικότητα, οι υποψήφιοι πελάτες του επίδοξου τυράννου θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο εμπόδιο στις φιλοδοξίες του απ ‘ό, τι θα ήταν οι υπάλληλοί του. Δεν θα μπορούσε να τους αποσπά φόρους, όπως κάνει η κυβέρνηση, και τουλάχιστον μέχρι να φτάσει στο στάδιο της πλήρους εξουσίας, δεν θα μπορούσε ούτε να τους εξαναγκάσει να αγοράσουν τις υπηρεσίες του και να υποστηρίξουν οικονομικά την εταιρεία του. Μια σχέση μεταξύ ενός πελάτη και μιας επιχείρησης στην ελεύθερη αγορά είναι μια αμοιβαία εθελοντική σχέση και εάν ένας πελάτης δεν θέλει τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης ή δεν εμπιστεύεται τους σκοπούς της, είναι ελεύθερος να επιλέξει την επιχείρησή κάποιου άλλου ή να ξεκινήσει τη δική του ανταγωνιστική επιχείρηση ή να μην χρησιμοποιήσει την υπηρεσία καθόλου και να προστατέψει μόνος του τον εαυτό του. Επιπλέον, οι πελάτες δεν παραπλανούνται από τη προπαγάνδα περί «εθνικής υπερηφάνειας» όπως συμβαίνει με την κυβέρνηση και είναι κατά συνέπεια, πολύ δυσκολότερο να δελεαστούν από κολλεκτιβιστικες ιδεοληψίες. Οι ελεύθεροι άνθρωποι δεν θα λειτουργούσαν σαν πρόβατα μπροστά σε εκκλήσεις της κυβέρνησης να «υπερασπιστούν τη σημαία» ή να «θυσιαστούν για την πατρίδα». Σε τέτοια ζωτικά σημεία, το σύστημα της ελεύθερης αγοράς θα διέφερε θεμελιωδώς από ένα κυβερνητικό σύστημα οποιουδήποτε είδους.

The fear of a tyrant is a very real one, and, in the light of history, it is well justified. But, as can be seen from the foregoing examination, it applies to a governmentally run society rather than to a free society. The objection that a tyrant might take over is actually a devastating argument against government

Άρα ο υποψήφιος επιχειρηματίας δικτάτορας θα έπρεπε να προσπαθήσει να κάνει τα τυραννικά του σχέδια με απόλυτη μυστικότητα μέχρι να είναι έτοιμος να κάνει το πραξικόπημά του, αλλά θα είχε πολύ δρόμο να διανύσει για να πετύχει κάτι τέτοιο. Θα έπρεπε να συγκεντρώσει το κεφάλαιο για να αγοράσει όλον τον απαρατήρητο εξοπλισμό για έναν σύγχρονο πολέμο. Στη συνέχεια θα έπρεπε να ακριβοπληρώσει μια μεγάλη δύναμη στρατιωτών και να τους εκπαιδεύσει για μήνες χωρίς μάλιστα να τον αντιληφθούν τα ανεξάρτητα ειδησεογραφικά μέσα που θα αναζητούσαν μονίμως μια μεγάλη αποκαλυπτική είδηση.
Ο φόβος ύπαρξης ενός επίδοξου τύραννου σε μια ελεύθερη κοινωνία σίγουρα θα ήταν υπαρκτός αλλά το ίδιο ισχύει και για μια κοινωνία με κυβέρνηση. Εν τέλει ο κίνδυνος να πέσει ο έλεγχος ολόκληρης της κοινωνίας στα χέρια ενός αδίστακτου τυράννου είναι στην πραγματικότητα ένα επιχείρημα εναντίον μιας κοινωνίας με κυβέρνηση και όχι εναντίον ενός ανταγωνιστικού συστήματος εταιρειών παροχής προστασίας και άμυνας μέσω της ελεύθερης αγοράς.

Morris Tannehill, Market for liberty

Ελεύθερη κοινωνία: Η δύναμη που αλλάζει τον κόσμο

Καταλήγουμε λοιπόν στο βασικό ερώτημα που είναι το εξής: Πως θα μπορούσαν οι άνθρωποι να φτάσουν σε μια ελεύθερη κοινωνία χωρίς κυβέρνηση;
Πολλοί πιστεύουν ότι η μόνη ελπίδα έγκειται σε μια ένοπλη επανάσταση, και σε βίαιες συγκρούσεις με αστυνομικούς. Αλλά λίγοι από αυτούς έχουν σκεφτεί τις συνέπειες μιας βίαιης επανάστασης.

Οι ένοπλες επαναστάσεις, είτε εμφανίζονται σε μαζική, οργανωμένη κλίμακα είτε ως μεμονωμένες συγκρούσεις, είναι συνήθως πολύ καταστρεπτικές. Εκτός από την ανηθικότητα της καταστροφής της ιδιωτικής ιδιοκτησίας ή της ζωής ενός ατόμου που δεν έχει βλάψει κανέναν, η καταστροφική δράση είναι ανόητη. Χρειάζονται χρόνια για να ξαναχτιστεί αυτό που μπορεί να καταστραφεί σε μια στιγμή και αφού καταστραφεί, ένα αντικείμενο δεν ωφελείται κανένας Η καταστροφή κάθε αξίας μειώνει το συνολικό ποσό των αγαθών που είναι διαθέσιμο σε όλους και, ως εκ τούτου, μειώνει την ευημερία κάθε ατόμου στην κοινωνία. Οι φτωχοί μάλιστα αισθάνονται τις συνέπειες της καταστροφής πρώτοι από όλους. Ο,τι καταστρέφεται μπορεί να ξαναχτιστεί, αλλά μόνο με επιπλέον χρόνο χρήμα πνευματική και σωματική προσπάθεια. Συνήθως δεν θα ξαναχτιστεί αν πρώτα δεν τελειώσει η καταστροφή, ώστε οι παραγωγικοί να αισθανθούν ότι θα είναι ασφαλείς να δημιουργήσουν ξανά από την αρχή. Εν τω μεταξύ, η οικονομία θα αποδυναμώνεται. Η αποδυνάμωση μιας υγιούς οικονομίας δεν θα ήταν κάτι τρομερά κακό, αλλά η αιμορραγία μιας οικονομίας η οποία ήδη βρίσκεται στο χείλος της κατάρρευσης, θα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία.

Η βίαιη επαναστατική δράση μάλιστα εκτός από καταστροφική, ενισχύει πολλές φορές την κυβέρνηση δίνοντάς της ένα «κοινό εχθρό» για να ενωθεί ο λαός ενάντια του. Η βία εναντίον της κυβέρνησης από μια μειοψηφία δίνει πάντα στους πολιτικούς μια δικαιολογία για να αυξήσουν τα κατασταλτικά μέτρα στο όνομα της «προστασίας του λαού» επιβάλλοντας «νόμο και τάξη».

Εξάλλου, η επανάσταση είναι ένας αμφίβολος τρόπος να φτάσουμε σε μια κοινωνία χωρίς κυβερνήτες, αφού μια επιτυχημένη επανάσταση πρέπει να έχει ηγέτες. Για να είναι επιτυχής η επαναστατική δράση θα πρέπει να συντονιστεί και για να είναι συντονισμένη, θα πρέπει να έχει κάποιον υπεύθυνο. Και, όταν η επανάσταση πετύχει, αυτός που ήταν «υπεύθυνος» θα κληθεί να αναλάβει τη νέα δομή εξουσίας που δημιουργήθηκε από την επανάσταση. Μπορεί αυτός απλά να θέλει να «βάλει τα πράγματα στη θέση τους», αλλά καταλήγει να είναι άλλος ένας ηγέτης. Κάπως έτσι ξεκίνησε και η Αμερικανική Επανάσταση και κατέληξε στην σημερινή πανίσχυρη αμερικανική κυβέρνηση.

Ακόμα κι αν μια επανάσταση θα μπορούσε να καταφέρει να αποφύγει τη δημιουργία ενός νέου ηγεμόνα, η μεγάλη μάζα των ίδιων των ανθρώπων πιθανότατα θα ζητούσε την ύπαρξη του. Μια επανάσταση θα προκαλούσε σύγχυση και χάος και σε περιόδους αναταραχής η πρώτη σκέψη της πλειοψηφίας των ανθρώπων θα ήταν: «Πρέπει να έχουμε έναν ηγέτη για να μας βγάλει απ’ όλα αυτά τα προβλήματα!» Όταν οι άνθρωποι λαχταράνε για έναν κυβερνήτη, πάντα θα βρίσκουν κάποιον πρόθυμο να τους κυβερνήσει αφού πάντοτε θα υπάρχουν εξουσιομανείς άνθρωποι.
Ο ηγέτης που θα αναλάβει θα είναι ένας δικτάτορας που θα «αποκαταστήσει τον νόμο και την τάξη» σύμφωνα με τις απαιτήσεις των πολιτών. Αν δεν γνωρίζουν οι άνθρωποι με τι μοιάζει μια ελεύθερη κοινωνία και γιατί είναι προτιμότερη από ένα σύστημα κυβερνητικής σκλαβιάς, οι πιθανότητες είναι ότι οποιαδήποτε βίαιη επανάσταση θα ανοίξει το δρόμο για έναν νέο Στάλιν και θα καταλήξουμε να είμαστε πολύ χειρότερα από ό,τι είμασταν πρώτα, διότι θα βρεθούμε απέναντι σε μια ανυπολόγιστη φυσική καταστροφή και μια επακόλουθη φτώχεια και οικονομική κατάρρευση που αυτή θα επιφέρει και μάλιστα με ένα δικτατορικό κράτος με λαϊκή υποστήριξη.

Γνωρίζοντας τους κινδύνους και τα μειονεκτήματα της βίαιης επανάστασης, μερικοί υποστηρικτές της ελεύθερης κοινωνίας πρότειναν να πάρουν «οι δικοί μας» την κυβέρνηση και να την διαλύσουν από μέσα. Η δυσκολία με αυτή την πρόταση είναι ότι οι ελεύθεροι άνθρωποι δεν επιθυμούν να κυβερνήσουν τους συνανθρώπους τους και θα ήταν πολύ δύσκολο να σπαταλήσουν τη ζωή τους για να καταλάβουν κυβερνητικές θέσεις εργασίας, περιτριγυρισμένες από κακοποιούς. Αλλά και πάλι, εάν οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν την υπέροχη μιας ελεύθερης κοινωνίας, η αποσύνθεση της κυβέρνησης θα μπορούσε να τους κάνει να ποθουν μια νέα ηγεσία.

Η άλλη προτεινόμενη λύση είναι να απέχει κάθε ελεύθερος άνθρωπος από τις ψηφοφορίες, τις κυβερνητικές επιχορηγήσεις ή τη χρήση κρατικών υπηρεσιών. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι η κυβέρνηση μπορεί να μας υποχρεώσει να χρησιμοποιούμε τις υπηρεσίες της, είτε με τη νομοθεσία είτε με το καταναγκαστικό της μονοπώλιο σε κάποια ζωτική υπηρεσία. Μπορείς να αρνηθείς να ψηφίσεις, αλλά είναι αδυνατο να αρνηθείς να χρησιμοποιήσεις τους κρατικούς δρόμους το ταχυδρομικό σύστημα, ή να σταματήσεις να πληρώνεις φόρους! Η περιφρόνηση των κρατικών απατεώνων θα ήταν μια πολύ αποτελεσματική τακτική αν οι κρατικοί απατεώνες μας επέτρεπαν να τους περιφρονήσουμε!

Η απελπισία έχει προκαλέσει ορισμένους να αποφασίσουν ότι η μάχη στις περισσότερες χώρες έχει ήδη χαθεί και ότι η μόνη μας ελπίδα για ελευθερία στη ζωή μας έγκειται στην οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας σε κάποιο απομακρυσμένο νησί ή σε μια απομακρυσμένη έρημο για να ξεφύγουμε από την κυβέρνηση που παρακολουθεί κάθε μας βήμα. Η εκβιομηχάνιση ενός μικρού νησιού εκτός φορολογικής κυριαρχίας οποιασδήποτε κυβέρνησης (αν υπάρχει πουθενά τέτοιο νησί) μπορεί να είναι μια ενδιαφέρουσα και κερδοφόρα επιχείρηση, αλλά δεν είναι τρόπος να νικήσουμε τις κυβερνήσεις. Μόλις το ελεύθερο νησί γινόταν αρκετά πλούσιο, κάποια κυβέρνηση θα φρόντιζε να το καταλάβει. Η ίδρυση ενός ελεύθερου νησιού δεν αποτελεί βήμα προς τη νίκη – στην καλύτερη περίπτωση, είναι απλώς μια αναβολή της ήττας.

Παρομοίως, μια καλά προετοιμασμένη επιστροφή στην άγρια φύση θα μπορούσε να είναι ένα καταφύγιο διάσωσης σε περίπτωση σοβαρής κοινωνικοοικονομικής βλάβης, αλλά η «εγκατάλειψη» δεν είναι τρόπος να νικήσει κάνεις τη κυβέρνηση, ώστε να μπορέσει να ζήσει ελεύθερος και ασφαλής. Μια υποχώρηση είναι πάντα μια υποχώρηση, και ποτέ δεν ισοδυναμεί με νίκη.

Εάν θέλουμε να αλλάξουμε την κοινωνία, πρέπει πρώτα να μάθουμε τι είναι η κοινωνία σήμερα. Η κοινωνία είναι μια ομάδα ατόμων που ζουν ταυτόχρονα στην ίδια γεωγραφική περιοχή. Οι αξίες και οι ενέργειες καθενός από αυτούς καθορίζεται από τις ιδέες που έχει – από αυτό που πιστεύει ότι είναι σωστό ή λάθος, ωφέλιμο ή επιβλαβές για τον ίδιο και τους άλλους. Αυτό σημαίνει ότι τα έθιμα, τα θεσμικά όργανα και ο τρόπος ζωής οποιασδήποτε κοινωνίας καθορίζονται από τις ιδέες που κατέχει η πλειοψηφία των ανθρώπων που έχουν επιρροή σε αυτήν την κοινωνία. Ακριβώς όπως η μορφή της ζωής ενός ανθρώπου είναι αποτέλεσμα των ιδεών που κατέχει, έτσι η μορφή μιας κοινωνίας είναι το αποτέλεσμα των ιδεών που κυριαρχούν σε αυτή την κοινωνία.

Οι ιδέες, ακόμη και φαινομενικά ασήμαντες, μπορούν να έχουν τεράστιες επιπτώσεις όταν γίνονται ευρέως αποδεκτές σε έναν πολιτισμό. Για παράδειγμα, κατά τον Μεσαίωνα, ένα θρησκευτικό δόγμα υποστήριξε ότι οι γάτες ήταν πράκτορες του διαβόλου. Δεδομένου ότι η θρησκεία ήταν τότε ένας πολύ σημαντικός παράγοντας στη ζωή σχεδόν όλων των ανθρώπων εκείνες τις εποχές, σχεδόν ολόκληρη η κοινωνία συμμετείχε στο θρησκευτικό καθήκον της θανάτωσης των γατιών. Καθώς ο πληθυσμός των γατών συρρικνώθηκε, ο πληθυσμός τρωκτικών αυξήθηκε ραγδαία τα οποία συνοδεύτηκαν από αύξηση των αρουραίων. Οι αρουραίοι έφεραν τους ψύλλους που με τη σειρά τους έφεραν τα μικρόβια και τα οποία προκάλεσαν τον λεγόμενο Μαύρο Θάνατο (black death). Περίπου το ένα τέταρτο των ανθρώπων της Ευρώπης και σχεδόν οι μισοί κάτοικοι της Αγγλίας πέθαναν μέσα σε δύο χρόνια, κι αυτό εξαιτίας μιας ανόητης, κακής και φαινομενικά αβλαβούς ιδέας!

Οι καλές ιδέες μπορούν να είναι εξίσου ισχυρές με τις κακές. Η συνειδητοποίηση ότι οι ασθένειες προκαλούνται από μικροοργανισμούς και όχι από δαίμονες έχει σώσει περισσότερες ζωές από ό, τι κατέστρεψε ο Μαύρος Θάνατος. Αυτή η καλή ιδέα έχει βελτιώσει την υγεία και έχει αυξήσει τη διάρκεια ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων. Η μερική συνειδητοποίηση ότι κάθε άνθρωπος έχει δικαιώματα τα οποία καμία κυβέρνηση δεν έχει το δικαίωμα να του στερήσει οδήγησε σε προόδο και ευημερία που ποτέ άλλοτε οι άνθρωποι δεν είχαν γνωρίσει.

Οι κακές ιδέες κράτησαν τους ανθρώπους περιορισμένους από τις δεισιδαιμονίες και τους εκαναν να θυσιάζουν ακόμα και μικρά παιδιά για το «θέλημα του Θεού». Οι καλές ιδέες που είναι αποτέλεσμα της ορθολογικής σκέψης έχουν κάνει τον άνθρωπο να στέκεται περήφανος, να κατανοεί τη φύση αντί να την φοβάται και να επιτύχει μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά του αντί να τα θυσιάζει στους λατρεμένους θεούς του.

Οι ιδέες είναι οι δυνάμεις που διαμορφώνουν τη ζωή μας και τον κόσμο μας!

Αλλά επειδή οι ιδέες είναι αόρατες, οι περισσότεροι άνθρωποι τις θεωρούν ασήμαντες. Μπορείς να δεις μια πόλη, αλλά δεν μπορείς να δεις το πλήθος των σχεδίων που έπρεπε να γίνουν για κάθε κτίριο, δρόμο και πάρκο. Ούτε μπορείς να δεις τα εκατομμύρια των ιδεών που έκαναν δυνατή την ηλεκτρική ενέργεια, τα αυτοκίνητα, τα σούπερ μάρκετ κλπ. Είναι εύκολο να παρατηρήσεις μια κυβέρνηση (οι γραφειοκράτες δεν σε αφήνουν να τους αγνοείς ούτως ή άλλως) αλλά είναι αδυνατο να δεις την ιδέα που την ισχυροποιεί – την πίστη εκατομμυρίων ανθρώπων ότι είναι σωστό για κάποιους να κυβερνούν και να εξαναγκάζουν όλους τους άλλους.

Επειδή οι ζωές των ανθρώπων και των κοινωνιών τους εξαρτώνται από αυτό που πιστεύουν, οι ιδέες είναι οι πιο ισχυρές δυνάμεις στον κόσμο. Εάν θες να κάνεις έναν άνθρωπο να αλλάξει τον τρόπο ζωής του, θα πρέπει να τον κάνεις να αλλάξει τις ιδέες του σχετικά με το είδος του τρόπου ζωής που είναι επιθυμητός γι ‘αυτόν. Ομοίως, αν θες να αλλάξεις μια κοινωνία, θα πρέπει η πλειοψηφία των ανθρώπων που την επιρρεάζουν να αλλάξουν τις ιδέες τους για το πώς μπορεί και πρέπει να είναι η κοινωνία τους.

Ο λόγος που σε μια κοινωνία κανίβαλων τρώνε ανθρώπινη σάρκα είναι ότι θεωρείται σωστή ή ίσως ακόμη και απαραίτητη η χρήση ανθρώπων για φαγητό. Για να απαλλαγεί αυτή η κοινωνία από τον κανιβαλισμό, είναι απαραίτητο να αλλάξει η επικρατούσα ιδέα ότι η κατανάλωση των ανθρώπων είναι σωστή ή αναγκαία. Σε μια κυβερνητική κοινωνία, ο λόγος που ορισμένοι άνδρες κυβερνούν όλους τους άλλους είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εκπροσώπων της κοινής γνώμης σε αυτήν την κοινωνία θεωρεί ότι είναι σωστό ή ακόμα και απαραίτητο για τους ανθρώπους να κυβερνούνται με επιθετική βία από κάποιους άλλους. Προκειμένου να απαλλαγούμε από την κυβέρνηση, το πρώτο πράγμα που πρέπει να γίνει είναι να αλλάξουμε την επικρατούσα ιδέα ότι οι άνθρωποι πρέπει να παραμείνουν σε κάποιο βαθμό δούλοι των ηγετών τους. Σε μια κοινωνία που κυριαρχείται από την ιδέα ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να κυβερνάει κανέναν άλλον, η κυβέρνηση θα ήταν αδύνατη και κανένας υποψήφιος κυβερνήτης δεν θα μπορούσε να συγκεντρώσει αρκετούς ένοπλους για να επιβάλλει τη θέλησή του.

Όχι μόνο μπορεί να αλλάξει μια κοινωνία αλλάζοντας τις ιδέες που επικρατούν σε αυτήν, αλλά αυτός είναι κι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορεί μια κοινωνία να αλλάξει (εκτός από υποδούλωση, φτώχεια ή δολοφονία όλων των μελών της κοινωνίας για να τους αποτρέψει βίαια από το να ζουν με τον τρόπο που οι ιδέες τους υπαγορεύουν). Η κυβέρνηση είναι απλά αποτέλεσμα της επικρατούσας ιδεας ότι είναι σωστό για τους ανθρώπους να κυβερνούνται με βία. Προς το παρόν, η κυβέρνηση έχει την υποστήριξη ή τουλάχιστον την σιωπηρή αποδοχή της πλειοψηφίας των πολιτών της. Όσο η πλειοψηφία των ανθρώπων πιστεύει ότι η κυβέρνηση είναι σωστή ή και αναγκαία, θα υπάρχει κυβέρνηση. Εάν η κυβέρνησή τους καταστραφεί πριν κατανοήσουν την επιθυμία και την πρακτικότητα μιας ελεύθερης κοινωνίας τότε, θα βιαστούν να δημιουργήσουν μια νέα κυβέρνηση, επειδή θα πιστεύουν ότι πρέπει να κυβερνηθούν για να έχουν έναν πολιτισμένο κόσμο. Μέχρι να αλλάξει αυτή την ιδέα, δεν μπορεί να υπάρξει ελεύθερη κοινωνία.

Η έλευση μιας ελεύθερης κοινωνίας με την αλλαγή των ιδεών που επικρατούν στον πολιτισμό μας μπορεί να φαίνεται σαν ένα δύσκολο, αιώνιο καθήκον, αλλά η διαμόρφωση της κοινής γνώμης δεν είναι πραγματικά τόσο δύσκολη. Σε κάθε κοινωνία, μόνο μια πολύ μικρή μειονότητα – ίσως ένα ή δύο τοις εκατό – διαθέτει ικανότητα κριτικής σκέψης. Ένα κάπως μεγαλύτερο ποσοστό ενεργεί ως μεταδότες, περνώντας τις ιδέες των στοχαστών προς τον υπόλοιπο πληθυσμό. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων απλώς απορροφά τις ιδέες τον περίγυρο τους και τις αποδέχεται με ελάχιστη αμφιβολία ή σκέψη. Προκειμένου να αλλάξουν οι ιδέες σε μια κοινωνία, είναι απαραίτητο να αλλάξουν οι ιδέες της μικροσκοπικής μειοψηφίας στοχαστών και στη συνέχεια αυτές να φιλτραριστούν στους σχολιαστές, τους συγγραφείς, τους εκδότες, τους δασκάλους και όλους τους άλλους «ανθρώπους επιρροής» και να διαβιβαστούν στη συνέχεια σε όλους τους άλλους. Οι πρωθυπουργοί και οι άλλοι πολιτικοί είναι απλώς οι ηθοποιοί που βρίσκονται στην κεντρική σκηνή, παπαγαλίζοντας αυτά που η κοινωνία θέλει να ακούσει.

Επιπλέον, δεν είναι καν απαραίτητο να αλλάξουμε τις απόψεις των σημερινών στοχαστών.Το χάος της σημερινής κοινωνίας με τη φτώχεια και τις συγκρούσεις που απορρέουν από την πίστη τους στην κυβέρνηση, τον σοσιαλισμό και την καταναγκαστική ηθική, αρχίζει να γίνεται εμφανές σε όλους. Οι καθεστωτικοί στοχαστές όχι μόνο δεν κατάφεραν να λύσουν τα προβλήματά μας, αλλά τα έκαναν χειρότερα και το σημερινό χάος υποδηλώνει ότι ο χρόνος τους τελειώνει. Θα πρέπει να ανοίξει ο δρόμος για μια νέα γενιά διανοουμένων, για ελευθεριστές οι οποίοι δεν θα έχουν μεγάλη επιρροή, αλλά που θα τη δημιούργησουν στη πορεία. Πολλοί από τους στοχαστές του μέλλοντος ήδη αρχίζουν να συνειδητοποιούν το νόημα και την αναγκαιότητα της ελευθερίας. Όταν αρκετοί από μελλοντικούς στοχαστές αντιληφθούν το νόημα της ελευθερίας, το μέλλον θα μας ανήκει.

Η ιδέα που πρέπει να εξαπλωθεί είναι πολύ απλή για να γίνει κατανοητή και λέει ότι η κυβέρνηση είναι ένα περιττό κακό και ότι η ελευθερία είναι ο καλύτερος και πιο πρακτικός τρόπος ζωής.

Καθ ‘όλη την ιστορία, οι περισσότεροι άνθρωποι θεώρησαν την κυβέρνηση ως κάτι δεδομένο και αναπόφευκτο σαν τις καταστροφικές καταιγίδες και τις θανατηφόρες ασθένειες. Όσοι την μελέτησαν καλύτερα, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, ενώ η κυβέρνηση μπορεί να είναι κάτι κακό, είναι ένα αναγκαίο κακό επειδή από την φύση του ο άνθρωπος πρέπει να κυβερνάται για το δικό του καλό!. Και η πλειοψηφία των ανθρώπων υιοθέτησε αυτό το δόγμα χωρίς ιδιαίτερη αμφισβήτηση επειδή το να υπάρχει ένας ηγέτης φάνηκε ότι θα εξάλειφε την απαίσια ανάγκη να είναι υπεύθυνοι για τη ζωή τους και τις αποφάσεις τους σε έναν αβέβαιο κόσμο. Έτσι ο φόβος της υπευθυνότητας έγινε φόβος για την ελευθερία και οι κυβερνήτες ενθάρρυναν αυτόν τον φόβο μεταφέροντας έτσι στην κυβέρνηση την εξουσία και τη νομιμότητα που θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν, διατηρώντας παράλληλα τον λαό σε άγνοια και με δεισιδαιμονίες. Μπορούμε να διακρίνουμε αυτόν τον φόβο για την υπευθυνότητα στις παράλογες απαιτήσεις για την προστασία των ανθρώπων από τα τυχερά παιχνίδια, τα ναρκωτικά, την πορνεία, την ποιότητα των προϊόντων, τον «αθέμιτο ανταγωνισμό», τα όπλα, τους «ελάχιστους» μισθούς, τα μονοπώλια και αμέτρητες άλλες φανταστικές απειλές για τους πολίτες.

Αλλά κυβέρνηση σημαίνει ότι κάποιοι άνθρωποι κυβερνούν – κάποιους άλλους με βία, και αυτό πρέπει να γίνει κοινώς κατανοητό στους ανθρώπους. Όταν ορισμένοι άνθρωποι κυβερνούν κάποιους άλλους, αυτοί που κυβερνούνται βρίσκονται σε μια κατάσταση δουλείας και η δουλεία είναι κακή υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Το να υποστηρίζει κανείς μια περιορισμένη κυβέρνηση είναι σαν να υποστηρίζει μια περιορισμένη δουλεία. Το να λέμε ότι η κυβέρνηση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια πολιτισμένη κοινωνία είναι σαν να λέμε ότι η δουλεία είναι απαραίτητη για μια πολιτισμένη κοινωνία. Το να λέμε ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να προστατεύσουν την ελευθερία τους χωρίς κυβέρνηση είναι σαν να λέμε ότι οι άνδρες δεν μπορούν να προστατεύσουν την ελευθερία τους χωρίς ένα σύστημα υποδούλωσης. Η δουλεία δεν είναι ποτέ ούτε σωστή ούτε αναγκαία, κι αναγκαία δεν είναι ούτε κι αυτή η μορφή δουλείας που ονομάζεται κυβέρνηση. Πρέπει να εξηγήσουμε στους ανθρώπους ότι η κυβέρνηση δεν είναι αναγκαίο κακό. αντιθέτως είναι ένα κακό περιττό.

Πρέπει επίσης να τους πούμε ότι η ελευθερία, επειδή είναι ο σωστός τρόπος ζωής των ανθρώπων, είναι και πρακτική. Μια ελεύθερη κοινωνία θα λειτουργούσε πολύ καλύτερα. Τα κοινωνικά προβλήματα που εμπλέκουν πολλούς ανθρώπους είναι το αποτέλεσμα, όχι της υπερβολικής ελευθερίας, αλλά της υπερβολικής κυβερνητικής ανάμειξης στις ζωές μας, με τους καταναγκασμούς της, τις απαγορεύσεις της και τους συνεχώς αυξανόμενους φόρους της. Πρέπει να πούμε στους ανθρώπους ότι μια ελεύθερη κοινωνία δεν θα οδηγήσει στο χάος, αντ’αυτού θα λύσει τα περισσότερα από τα κοινωνικά προβλήματά. Και πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αποδείξουμε πως θα ήταν δυνατόν μια τέτοια κοινωνία να ευημερήσει και να λύσει τα σημερινά μας κοινωνικά προβλήματα.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να διαδώσει κανείς στους ανθρώπους την ιδέα της ελευθερίας. Από το να μιλάει με φίλους να γράφει άρθρα και να δίνει ομιλίες ή και να διοργανώνει διαδηλώσεις δρόμου ενάντια στις αδικίες της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση έχει μεγάλη ισχύ πάνω μας, αλλά δεν έχει κανένα δικαίωμα να υπαγορεύει τις πράξεις μας. Αυτό σημαίνει ότι, εφόσον δεν χρησιμοποιούμε βία ενάντια στο πρόσωπο ή την περιουσία οποιουδήποτε αθώου παριστάμενου, μπορούμε να αντιταχθούμε στην κυβέρνηση με οποιονδήποτε τρόπο θεωρούμε πρακτικό και λογικά ασφαλές. Αν ήμασταν στην ΕΣΣΔ ή στην Κίνα, η τακτική μας θα έπρεπε πιθανότατα να είναι αρκετά διαφορετική, αλλά στον δυτικό κόσμο οι άνθρωποι διαθέτουν αρκετή ελευθερία λόγου, επομένως τέτοιες δραστηριότητες όπως άλλωστε και η δημοσίευση αυτού του βιβλίου επιτρέπονται και εξακολουθούν να είναι ασφαλείς.

Η καταπολέμηση της κυβέρνησης με ελευθεριακές ιδεες έχει έναν ενδιαφέροντα ενσωματωμένο παράγοντα ασφάλειας – οι περισσότεροι από τους πολιτικούς και τους γραφειοκράτες, δεν αντιλαμβάνονται τη σημασία των ιδεών. Αυτό που έχει σημασία για αυτούς είναι οι ψήφοι, τα χρήματα των φόρων και οι πολιτικές συμφωνίες. Θέματα όπως οι φιλοσοφικές έννοιες για τη φύση μιας ελεύθερης κοινωνίας, δεν θα τους προβληματίζαν μέχρι οι ψήφοι, τα έσοδα και η επιβολή του νόμου αρχίζαν να τους επηρεάζουν αλλά τότε θα ήταν αργά για να σταματήσει η διάδοσή της ιδέας της ελευθερίας. Αν πετάξει κανείς μια βόμβα, η αστυνομία θα τον κυνηγήσει και το τρομοκρατημένο πλήθος θα φωνάζει για «νόμο και τάξη». Αλλά αν διαδώσει κανείς μια εποικοδομητική ιδέα, οι άνθρωποι που είναι δεκτικοί θα τη συλλάβουν και θα τη μεταδώσουν, ενώ η δομή της εξουσίας θα την αγνοήσει εντελώς.

Για να κατανοήσει κανείς τη σημασία της εξάπλωσης της ιδέας της ελευθερίας, αρκεί να σκεφτεί τι θα συνέβαινε εάν μια πλειοψηφία, ή ακόμη και μια μεγάλη μειονότητα της χώρας, πίστευε ότι η κυβέρνηση είναι ένα περιττό κακό και ότι η ελευθερία είναι ένα καλύτερο και πρακτικότερο κοινωνικό σύστημα. Ακόμη και σήμερα παρά τη μεγάλη υποστήριξη των ανθρώπων, η γραφειοκρατία λειτουργεί προβληματικά κάτω από το βάρος της δικής της ανικανότητας. Τα σχολεία ζητούν συνεχώς χρήματα, τα δικαστήρια έχουν ένα μεγάλο αριθμό ανεκτέλεστων υποθέσεων, που «το δικαίωμα σε μια γρήγορη δίκη» ακούγεται σαν ανέκδοτο, οι φυλακές είναι γεμάτες, οι δρόμοι μποτιλιαρισμένοι και η οικονομία εξασθενεί συνεχώς. Η κυβέρνηση είναι ανεπαρκής για να αντιμετωπίσει τις πολυπλοκότητες της σύγχρονης ζωής και αυτό είναι ολοφάνερο σε όλους. Επίσης ιδιωτικές επιχειρήσεις αρχίζουν να αναπτύσσονται σε περιοχές που ήταν πρώην ο αποκλειστικός τομέας της κυβέρνησης και σε τομείς που ήταν ανύπαρκτοι μέχρι πριν λίγα χρόνια.

Όσο περνάνε τα χρόνια, η κυβέρνηση θα γίνεται όλο και πιο ανεπαρκής και η προοδευτική κατάρρευση των «υπηρεσιών» της θα ανοίξει το δρόμο για τολμηρούς επιχειρηματίες να καλύψουν τις αδυναμίες της και να προσφέρουν ανώτερες υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο. Η διάδοσή της ιδέας της ελευθερίας κάποια στιγμή θα έκανε μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων να βλέπουν με μεγαλύτερη αμφιβολία τα κυβερνητικά μέτρα ή ακόμα και να γίνονται αντιδραστικοί. Τότε σίγουρα θα ήταν μια δυσκολη στιγμή για τους κυβερνήτες.

Τι θα γινόταν για παράδειγμα αν μια στιγμή εκατομμύρια πολίτες έχαναν κάθε σεβασμό για την κυβέρνηση; Τι θα συνέβαινε αν έβλεπαν την κυβέρνηση σαν αυτό που πραγματικά είναι – μια ενοχλητική και επικίνδυνη συμμορία κακοποιών και παρανοϊκών που διψάνε για εξουσία; Τι θα γινόταν αν η κυβέρνηση, η οποία υποτίθεται ότι στηρίζεται στη συναίνεση των υπηκόων της, δεν είχε πλέον αυτή τη συναίνεση. Τι θα συνέβαινε αν τα εκατομμύρια των υπηκόων της αρνούνταν να είναι πλέον συναινούντες συνένοχοι;

Εάν εκατομμύρια πολίτες δεν θεωρούσαν πλέον αναγκαία την κυβέρνηση, θα είχαν ανακαλέσει «τη συγκατάθεση των κυβερνόμενων». Στη συνέχεια, με τη δύναμη των αριθμών, θα ήταν εφικτό να αρνηθεί κάποιος να ασχοληθεί με την κυβέρνηση και στη συνέχεια να παραβιάσει νόμους ηλίθιους και άδικους . Τι θα μπορούσαν να κάνουν οι γραφειοκράτες αν το 50% του πληθυσμού αγνοούσε όλους τους εμπορικούς περιορισμούς – συμπεριλαμβανομένων των δασμών, των ελέγχων τιμών, των νόμων για κατώτατους μισθούς, των φόρων επί των πωλήσεων και των αυστηρών απαγορεύσεων; Τι θα γινόταν αν απλά αγόραζαν και πωλούσαν ό, τι τους ευχαριστούσε, σε οποιεσδήποτε τιμές και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες ήθελαν, ανεξάρτητα από τα πολιτικά διατάγματα; Τι θα έκανε η Υπηρεσία Δημοσίων Εσόδων αν ένα εκατομμύριο υπηκόων τους απλά δεν έμπαινε στον κόπο να συμπληρώσει την φορολογική του δήλωση και τι θα συνέβαινε αν πενήντα χιλιάδες εργοδότες σταματούσαν να πληρώνουν φόρους παρακράτησης; Τι θα μπορούσε να κάνει ο στρατός αν χιλιάδες νέοι αρνούνταν να στρατολογηθούν; Τι θα μπορούσαν να κάνουν οι άνθρωποι της κυβέρνησης αν έχαναν την στήριξη των ίδιων των υπαλλήλων τους;

Μια μαζική παθητική ανυπακοή σε παράλογους νόμους δεν θα χρειαζόταν να οργανωθεί από κάποιον εάν η πλειοψηφία των ανθρώπων έβλεπε την κυβέρνηση σαν αυτό που πραγματικά είναι και πίστευε στην ελευθερία. Θα ξεκινούσε αυθόρμητα, με τα άτομα να κάνουν πράγματα που ένιωθαν ότι δεν θα μπορούσαν να τα βλάψουν αρκετά. Αλλά καθώς η έλλειψη σεβασμού για την κυβέρνηση αυξάνοταν, η πρακτική της παραβίασης αδίκων νόμων θα γινόταν ολοένα και πιο διαδεδομένη. Θα ήταν μια μορφή μεγάλης, ειρηνικής εξέγερσης, που θα ήταν αδυνατο για την εξουσία να την σταματήσει.

Εάν αντιμετώπιζε μια τέτοια μαζική, ειρηνική εξέγερση, η κυβέρνηση θα είχε μόνο δύο επιλογές – να υποχωρήσει ή να προσπαθήσει να επιβάλει ένα αυστηρότερο αστυνομικό κράτος. Εάν οι πολιτικοί αποφάσιζαν την υποχώρηση, θα αναγκάζονταν να καθίσουν και να παρακολουθήσουν τις δυνάμεις τους να καταρρέουν, μέχρι να καταρρεύσει η κυβέρνησή τους από την έλλειψη χρημάτων και υποστήριξης. Αν προσπαθούσαν να επιβάλουν αστυνομοκρατίσ, θα προκαλούσαν όχι μόνο τους αντιρρησίες αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου λαού, να εξεγερθεί. Οι γραφειοκράτες θα δυσκολεύονταν να αποκτήσουν οποιαδήποτε λαϊκή υποστήριξη εναντίον ανθρώπων που δεν έκαναν ζημιά σε κανέναν αθώο, κι απλώς θα ζούσαν τη ζωή τους και θα ασχολούνταν με την επιχείρηση τους. Σε κάθε νέο κατασταλτικό μέτρο, οι κυβερνήτες θα έβρισκαν τη λαϊκή αντίσταση, τις αστυνομικές δυνάμεις τους διαιρεμένες και τις φυλακές τους αρκετά γεμάτες για να φιλοξενήσουν περισσότερους αντάρτες.

Σε μια τέτοια κρίση πιθανότατα οι πολιτικοί θα έμεναν άπραγοι αφήνοντας χώρο για διεκδίκηση περισσοτερης ελευθερίας.

Ο μόνος τρόπος να επιτευχθεί μια ελεύθερη κοινωνία, είναι μέσα από την τεράστια, αόρατη δύναμη των ιδεών. Οι ιδέες είναι η κινητήρια δύναμη της ανθρώπινης προόδου και η δύναμη που διαμορφώνει τον κόσμο. Οι ιδέες είναι πιο ισχυρές από ό, τι οι στρατοί, επειδή οι ιδέες είναι αυτές που είναι ικανές να στρατολογήσουν τους ανθρώπους και να τους κάνουν να αγωνιστούν, διαφορετικά οι πολιτικοί ηγέτες δεν θα είχαν ασχοληθεί τόσο με την προπαγανδα των ιδεών τους. Όταν μια ιδέα κερδίσει την λαϊκή υποστήριξη, ακόμα κι όλα τα όπλα της κυβέρνησης μαζί δεν μπορούν να τη σκοτώσουν.

Σε όλη την ιστορία, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων πίστευαν ότι η κυβέρνηση ήταν απαραίτητο κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης κι έτσι υπήρχαν πάντα κυβερνήσεις. Οι άνθρωποι πίστευαν ότι έπρεπε να έχουν κυβέρνηση επειδή τους το έλεγαν οι κυβερνήτες, επειδή κάθε κοινωνία είχε ηγέτη και κυρίως επειδή θεωρούσαν έναν κόσμο χωρίς κυβέρνηση ανεξήγητο και τρομακτικό, νιωθωντας έτσι την ανάγκη ότι κάποιας πρέπει να τους καθοδηγήσει. Ο φόβος της ανθρωπότητας για την ελευθερία ήταν πάντα ο φόβος της αυτοδιάθεσης – να αντιμετωπίσει κανείς μόνος του τον κόσμο, και κανείς να μην του πει τι πρέπει να κάνει και πως να ζήσει. Όμως σήμερα δεν είμαστε τρομοκρατημένοι αγροίκοι όπως οι άνθρωποι του παρελθόντος. Ξέρουμε ότι ο άνθρωπος μπορεί να ελέγξει το περιβάλλον και τη ζωή του, και δεν έχει ανάγκη από ιερείς ή βασιλιάδες ή πρόεδρους για να του πουν τι πρέπει να κάνει. Και πλέον γνωρίζει ότι και η κυβέρνηση ανήκει στο σκοτεινό παρελθόν της ανθρωπότητας μαζί με τις υπόλοιπες δεισιδαιμονίες της. Ήρθε η ώρα οι άνθρωποι να ωριμάσουν να βαδίσουν το μονοπάτι της ελευθερίας και να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους!

Morris Tannehill – Market for liberty

Περί συμβατότητας εθνικισμού και ατομικισμού

Μια από τις πιο κοινές απόψεις που εκφράζονται τόσο από τους ατομικιστές όσο και από τους εθνικιστές είναι ότι αυτές οι δύο ιδεολογίες είναι ασυμβίβαστες. Είναι λένε υποθετικά αδύνατο να δώσουμε προτεραιότητα στην ευημερία ενός μοναδικού ατόμου και στην ευημερία ολοκλήρου ενός έθνους. Αν κάποιος θέλει θεωρητικούς λόγους για τους οποίους ο ατομικισμός και ο εθνικισμός είναι δήθεν ασυμβίβαστοι, πρέπει να εξετάσουμε τι σημαίνει να είσαι ατομικιστής και εθνικιστής, αντίστοιχα και να αναλύσουμε τις αντιρρήσεις και από τις δύο πλευρές.

Περί ατομικισμού

Το δόγμα του ατομικισμού βασίζεται σε μια θεμελιώδη υπόθεση ότι τόσο σε θεωρητικά όσο και σε πρακτικά ζητήματα, μια κατάλληλη κατευθυντήρια γραμμή είναι η υπεροχή του ατόμου. Οι συλλογικότητες δεν είναι ανήθικες ή παράλογες, αλλά όλες οι δράσεις τους είναι αποτέλεσμα των ενεργειών ατόμων τους. Δεδομένου ότι οι κοινωνίες καθορίζονται από τα άτομα και όχι το αντίστροφο, πρέπει επίσης να ισχύει και ότι τα άτομα ευθύνονται για την υγεία των κοινωνιών. Με αυτό τον κανόνα, δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει τρόπος να αυξηθεί η υγεία μιας κοινωνίας με την καταστολή των ατόμων. Ο ατομικισμός συνεπάγεται επίσης ότι το κάθε άτομο θα πρέπει να κρίνεται αποκλειστικά από τις δικές του πράξεις. Αυτό σημαίνει ότι μια ολόκληρη κοινωνία δεν μπορεί να δοξαστεί για τις ενέργειες ενός ηρωικού ατόμου μέσα σε αυτήν την αλλά και ότι ένα άτομο δεν πρέπει να λογοδοτήσει για πράξεις που γίνονται από άτομα της κοινωνίας που ισχυρίζονται ότι ενεργούν εξ ονόματος όλων.
Αυτό υποτίθεται ότι δημιουργεί μια θεμελιώδη ασυμβατότητα μεταξύ του ατομικισμού και του εθνικισμού, καθώς ο εθνικισμός κρίνει τα άτομα με τις συλλογικές τους ευθύνες και που εισάγει διακρίσεις ανάλογα με την εθνική προέλευση των ατόμων. Τα άτομα συνδέονται με μια εθνοτική ομάδα και υφίστανται διακρίσεις είτε υπέρ είτε κατά της συλλογικής τους προτίμησης, ανεξαρτήτως των επιμέρους στόχων και των πράξεών τους. Αυτό είναι αντίθετο με τον ατομικισμό επειδή υποτάσσει τα άτομα στο εθνικό σύνολο. Τα άτομα έχουν ευκαιρίες μόνο επειδή θεωρούνται μέρος ενός έθνους. Επιπλέον, ορισμένες μορφές εθνικισμού αποσκοπούν στην μείωση του ρόλου των ατομικών επιλογών και στην αύξηση του ρόλου των εθνικών επιλογών. Ακόμη χειρότερα, ένα σημαντικό μέρος των εθνικιστικών φιλοσοφιών είναι εντελώς αντι-ατομικιστικές, οπότε ο εθνικισμός μπορεί εύκολα να εννοηθεί ότι αντιβαίνει στον ατομικισμό ως πολιτική δύναμη.

Περί εθνικισμού

Στον πυρήνα του, ο εθνικισμός επικεντρώνεται στην πρόοδο του έθνους σε σχέση με άλλα έθνη, ή την ιστορία του έθνους, ή κάποιο στόχο που έθεσε η άρχουσα τάξη. Ο εθνικισμός μπορεί να εκδηλωθεί ως ιμπεριαλιστικός, επεκτατικός, προοδευτικός απομονωτικός ή οτιδήποτε μεταξύ τους. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον διεθνισμό, ο οποίος δεν αποσκοπεί στην προώθηση των εθνών, αλλά στη συνεργασία τους. Ο διεθνισμός υποστηρίζει ότι η πρόοδος των μεμονωμένων εθνών είναι άσχετη όταν πρόκειται για την προώθηση υπερεθνικών στόχων. Τέτοιοι στόχοι μπορούν να είναι ο τερματισμός της παγκόσμιας φτώχειας, η δημιουργία μιας παγκόσμιας οικονομίας ή απλά η δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού υπερκράτους. Ο εθνικισμός και ο διεθνισμός δεν είναι τόσο ιδεολογίες, όσο μάλλον εκδηλώσεις ειδικών συμφερόντων από διαφορετικές ομάδες. Πολλές μάλιστα ιδεολογικές θέσεις ενσωματώνουν εγγενώς τον διεθνισμό ή τον εθνικισμό, αλλά καμία θέση δεν καθορίζεται από τις ιδεολογίες με τις οποίες συνδέονται.
Λόγω των πολλών διαφορετικών εκφάνσεων της εθνικιστικής ιδεολογίας, είναι δύσκολο να καθοριστεί η αντίθεση που έχει ο εθνικισμός στο σύνολό του στον ατομικισμό. Μπορούμε να βρούμε εύκολα φασιστική, εθνικοσοσιαλιστική ή κομμουνιστική θέση που να επικρίνει τον ατομικισμό αλλά δεν υπάρχει μια μοναδική εθνικιστική κριτική εναντίον του ατομικισμού. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει συνεκτική εθνικιστική κριτική για τίποτα (είναι για παράδειγμα εθνικιστικός ή διεθνιστικός ο σοσιαλισμός;). Αν ο ατομικισμός προωθεί το έθνος περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης, τότε προφανώς οποιοσδήποτε σωστός εθνικιστής θα πρέπει να προτιμήσει τον ατομικισμό. Για το λόγο αυτό, ένας εθνικιστής δεν μπορεί να θεωρεί ότι ο ατομικισμός είναι εντελώς ασυμβίβαστος με τον εθνικισμό. Το πιο συνεκτικό επιχείρημα κατά του ατομικισμού από εθνικιστική άποψη είναι ότι η εστίαση στις μεμονωμένες ατομικές επιθυμίες και στόχους θα δημιουργήσει αναπόφευκτα μια κοινωνία στην οποία δεν μπορεί να υπάρξει εθνική οργάνωση. Το είδος της μη συμμόρφωσης και της διαταραχής που μπορεί να φέρει ο ατομικισμός δεν θα προάγει ποτέ μια εθνική ταυτότητα που να μπορεί να είναι ισοδύναμη με τις περισσότερες κολεκτιβιστικές κοινωνίες. Αλλά αυτό δεν είναι μια συνηθισμένη ή πλήρης κριτική για τους λόγους που αναπτύσσονται παρακάτω.

Παρατηρήσεις

Για να αποδειχθεί ότι είναι δυνατή η συνύπαρξη του εθνικισμού και του ατομικισμού, πρέπει να αποδειχθεί ότι ο ατομικισμός προωθεί το έθνος και ότι ο εθνικισμός δεν βασίζεται απαραίτητα στην υποταγή του ατόμου. Αυτό μπορεί να απορρίψει αποτελεσματικά τις επικρίσεις του εθνικισμού που προωθούν οι ατομικιστές και τις επικρίσεις του ατομικισμού που προωθούν οι εθνικιστές. Αν και αυτό δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί οι ατομικιστές είναι υποχρεωμένοι να υποστηρίξουν τον εθνικισμό, μπορεί να αποδείξει ότι οι ατομικιστές θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τον εθνικισμό.
Πρώτα θα πρέπει να δείξουμε ότι ο διεθνισμός αντιπροσωπεύει μια θεμελιωδώς κολεκτιβιστική στάση και πώς ο αληθινός διεθνισμός δεν μπορεί ποτέ να αναπαραχθεί υπό εξατομικευμένες συνθήκες. Η ιδεολογία του διεθνισμού προέρχεται από την εξισωτική αντίληψη ότι όλα τα άτομα, ανεξάρτητα από τον πολιτισμό, τη γενετική, την ιστορία ή τη γλώσσα τους, είναι εξίσου πολύτιμα και ενωμένα με μια κοινή πανανθρώπινη αλληλεγγύη. Αυτό φυσικά είναι η χειρότερη μορφή του κολεκτιβισμού, ενός εξισωτισμού που εκτείνεται σε ολόκληρο τον πλανήτη και που αγνοεί εντελώς τις υποκειμενικές αποτιμήσεις του κάθε ατόμου και υποθέτει ότι η αξία όλων των ατόμων είναι αντικειμενική. Αυτή δε η εξισωτιστική αντίληψη είναι τόσο μεγάλη που πολλοί τείνουν να μπερδεύουν τον διεθνισμό ακόμη και με τον ατομικισμό.

Πράγματι πολλοί φιλελεύθεροι αδυνατούν να καταλάβουν ότι ο διεθνισμός είναι από τη φύση του κολλεκτιβιστικός. Η πανανθρώπινη αλληλεγγύη και η παγκοσμιοποίηση είναι τόσο βαθιά ενσωματωμένοι στην φιλελεύθερη κοσμοθεωρία τους που τους εμποδίζουν να θέσουν σε αμφισβήτηση αυτές τις αξίες. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, όλοι οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι και πρέπει να συνεργάζονται για το μέγιστο όφελος κάθε ατόμου. Επιπλέον, με λιγότερες θεσμικές διακρίσεις που θα βασίζονται στην ανυπαρξία εθνικών συλλογικοτήτων, θα μπορούσε να είναι αλήθεια ότι ο διεθνισμός προάγεται όταν υπάρχει περισσότερος ατομικισμός. Αλλά αν οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ότι δεν υπάρξει πανανθρώπινη αλληλεγγύη, τι θα μπορούσε να ενώσει ανθρώπους που δεν έχουν καμία επαφή μεταξύ τους; Ο διεθνισμός δεν μπορεί να είναι μια ιδεολογική θέση για τους ατομικιστές.

Αν ο κολεκτιβισμός όλων των λαών είναι η χειρότερη μορφή του κολεκτιβισμού, δεν θα ίσχυε επίσης ότι ο κολεκτιβισμός μιας ενιαίας γενετικής και ιστορικής ομάδας είναι εξίσου ανεπιθύμητος; Αυτό είναι το δεύτερο ερώτημα που χρειάζεται μια απάντηση: γιατί ο εθνικισμός δεν είναι το ίδιο είδος κολεκτιβισμού που είναι ο διεθνισμός; Η απάντηση σε αυτό είναι αρκετά απλή. Ο ορισμός ενός έθνους έχει δύο σημαντικές προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν. Δεδομένου ότι οι άνθρωποι μέσα σε ένα έθνος μοιράζονται σωματικές, οικονομικές και πολιτιστικές συνδέσεις, οι άνθρωποι μέσα σε αυτό το έθνος ωφελούνται όλοι όταν ωφελούνται οι μεμονωμένοι άνθρωποι του συνόλου. Όταν υπάρχουν περισσότεροι πλούσιοι στην Γερμανία, πολύ λίγοι άνθρωποι επωφελούνται στην Ελλάδα. Τα κέρδη από το εμπόριο στην Γερμανία αποτελούν μόνο ένα μικρό μέρος των αγαθών στα οποία έχουν πρόσβαση οι άνθρωποι στην Ελλάδα. Ωστόσο, εάν υπάρξει περισσότερη οικονομική πρόοδος στην Ελλάδα και εάν περισσότερος πλούτος συσσωρεύεται σε άτομα στην Ελλάδα, τότε πολλοί Έλληνες μπορούν να αναμένουν πώς θα επωφεληθούν. Ομοίως, η πρόοδος του πολιτισμού στην Κίνα δεν σημαίνει απαραίτητα ότι όσοι ζουν στο Ελλάδα επωφελούνται από μια καλύτερη κουλτούρα. Όλες οι κοινωνικές ομάδες έχουν περισσότερες και ισχυρότερες εσωτερικές συνδέσεις σε σχέση με τις εξωτερικές τους συνδέσεις με άλλες ομάδες. Κάθε άτομο έχει κίνητρα να φροντίζει τη δική του ομάδα ή ομάδες, αντί να ασχολείται με την ευημερία των εξωτερικών ομάδων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν υπάρχει ένα δημοκρατικό κράτος, καθώς όλες οι ομάδες θα επιδιώξουν να αποκτήσουν πρόσβαση στην εξουσιαστική δομή του προς όφελός τους.
Ο διεθνισμός απαιτεί κολεκτιβισμό με βάση μια πλασματική ιδέα της πανανθρώπινης αλληλεγγύης. Στον πραγματικό κόσμο υπάρχουν φυσικά κίνητρα για συνεργασία μεταξύ των εθνών, αλλά κανένα ουσιαστικό κίνητρο για παγκόσμια ενότητα. Μπορούμε επίσης να πούμε ότι η μικρότερη δυνατή ομάδα είναι το άτομο και ως εκ τούτου, η ανεξαρτησία του είναι καλύτερη για την πρόοδο ενός ατόμου. Αλλά οι διαπροσωπικές και οικονομικές σχέσεις είναι ζωτικής σημασίας για τη βελτίωση της ευημερίας των ατόμων μιας κοινωνίας και αυτές είναι πιο αποτελεσματικές μέσα σε μια σχετικά μικρή κοινότητα στο μέγεθος μιας πόλης-κράτους. Ο αποκεντρωμένος εθνικισμός είναι εξαιρετικά επωφελής για τα άτομα και επομένως είναι απολύτως λογική η υποστήριξη του εθελοντικού τοπικιστικού εθνικισμού αυτού του είδους από ατομικιστές. Επιπλέον, αυτό δημιουργεί μια αυθόρμητη εθνική τάξη στην οποία οι εθελοντικές ατομικές ενέργειες προωθούν και το έθνος καθώς προωθούν τους στόχους του κάθε ατόμου του. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει λόγος να αναγκάσουμε τους ανθρώπους να γίνουν εθνικιστές. Σε κάθε έθνος, το κόστος συναλλαγών μειώνεται όταν τα γλωσσικά εμπόδια, τα γεωγραφικά εμπόδια, η πολιτισμική ασυμβατότητα και η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των ατόμων του είναι όσο το δυνατόν πιο περιορισμένα. Όταν όλες οι άλλες παράμετροι είναι ίσες, είναι πάντα προτιμότερο από οικονομικής άποψης να δουλεύεις και να ζεις συναλλασσόμενος με άτομα από το δικό σου έθνος.

Επομένως το ελεύθερο εμπόριο θα πρέπει να γίνει κατανοητό στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ εθνών και όχι ως κάτι που καταργεί τα έθνη. Η δομή κινήτρων σε ένα σύστημα ελεύθερης αγοράς πάντα θα ευνοεί τις τοπικές συναλλαγές και τα δίκτυα υψηλής εμπιστοσύνης. Έτσι μπορεί να λεχθεί ότι ο ατομικισμός προωθεί τον τοπικισμό και τον εθνικισμό και ότι τα άτομα δεν χρειάζεται να υποταχθούν στο έθνος τους ούτε να εγκαταλείψουν το ατομικό συμφέρον τους αν θέλουν να είναι εθνικιστές.

Θέση υπέρ του ατομικιστικού εθνικισμού

Από όλα τα παραπάνω συμπεραινουμε ότι ο ατομικισμός θα προάγει τοπικιστικούς/ εθνικιστικούς σκοπούς και ότι ο εθνικισμός δεν απαιτεί τα άτομα να είναι «υποχείρια του έθνους». Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι ο εθνικισμός είναι αναγκαστικά καλός. Ίσως ακόμα να ισχύει ότι τα άτομα χωρίς εθνικούς δεσμούς είναι καλύτερα από τα άτομα που βρίσκονται μέσα σε ένα συνδεδεμένο έθνος. Υπάρχουν ορισμένοι τρόποι για να καταδείξει κανείς πώς μπορούν τα άτομα να επωφεληθούν από το να μην έχουν θεσμοθετημένο έθνος. Ωστόσο, αν κάποιος πρόκειται να ισχυριστεί ότι τα άτομα είναι καλύτερα χωρίς εθνικούς δεσμούς, πρέπει να αγνοηθεί ολόκληρος ο σκοπός για τον οποίο κάποιος θα γίνει ατομικιστής σε πρώτη φάση. Ο ατομικισμός υποστηρίζει ότι τα άτομα πρέπει να λαμβάνουν τις δικές τους επιλογές και αυτές να γίνονται σεβαστές από το κοινωνικό σύνολο. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα κάνουν επιλογές που ενισχύουν τις σχέσεις τους με άλλους ανθρώπους μέσα στο δικό τους έθνος. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων εκτιμούν το δικό τους έθνος και θέλουν να παραμείνουν μέρος αυτού. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων προτιμά να έχει πάρα δώσε με ατομα της δικής τους εθνοτικής ομάδας με τα οποία έχει συνδέσεις κληρονομικές και ιστορικές. Έτσι, αν κάποιος θέλει να είναι ατομικιστής, αυτό δεν θα σημαίνει ότι πρέπει οπωσδήποτε να αντιταχθεί στον εθνικισμό.

Το ότι μερικοί ατομικιστές υποστηρίζουν τον αντι-ατομικιστικο πολιτικό εθνικισμό σίγουρα δεν είναι σωστό. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο ένας ατομικιστής πρέπει να υποστηρίξει αυτόν τον εθνικισμό, εκτός αν τον επιλέξει ως μικρότερο κακό από τον πολιτικό διεθνισμό. Ωστόσο, είναι αντιφατικό για τους ατομικιστές να προσπαθούν να υποστηρίξουν οτιδήποτε άλλο από αυτό που επιθυμούν να υποστηρίξουν οι ίδιοι ως ελεύθεροι άνθρωποι. Ο ατομικισμός σαν ιδεολογία επιτρέπει σε κάθε άτομο να επιλέξει τις δικές του προτεραιότητες. Ο εθνικισμός μπορεί να είναι ανταγωνιστικός για μερικούς και ευνοϊκός για κάποιους άλλους, αλλά η ομορφιά της ατομικιστικής νοοτροπίας είναι η δυνατότητα προσωπικής επιλογής. Η ιδέα ότι όλοι οι ατομικιστές πρέπει να σκέπτονται με τον ίδιο τρόπο και να τηρούν κάποια αυστηρή αρχή είναι λανθασμένη. Όλοι οι ατομικιστές πρέπει να σεβαστούν τη δύναμη της πειθούς και της συζήτησης και να δέχονται ότι όλοι οι άνθρωποι κάνουν λάθη, όπως κάνουν και οι ίδιοι άλλωστε όταν απορρίπτουν δογματικά ακόμη και τις πιο τοπικιστικές μορφές εθνικισμού.

Ελεύθερη κοινωνία: Νομοθεσία και φυσικός νόμος

Έχει ειπωθεί από υποστηρικτές της κυβέρνησης ότι μια ελεύθερη κοινωνία δεδομένου ότι δεν θα είχε κανένα νομοθετικό μηχανισμό, θα στερούσε όλους εκείνους τους αντικειμενικούς νόμους που είναι απαραίτητοι για τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης και της δικαιοσύνης. Υποθέτουν ότι ο αντικειμενικός νόμος είναι το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων κάποιου νομοθετικού σώματος, και αυτή η υπόθεση, με τη σειρά της, πηγάζει από μια σύγχυση σχετικά με το νόημα και τη φύση του δικαίου. Το επίθετο «αντικειμενικος» αναφέρεται σε κάτι που έχει πραγματική ύπαρξη στην πραγματικότητα. Όταν αναφέρεται στις σκέψεις κάποιου, σημαίνει ότι οι ιδέες του είναι σύμφωνες με τα γεγονότα της πραγματικότητας. Η πνευματική αντικειμενικότητα δεν μπορεί να είναι «χωρισμένη από το ανθρώπινο μυαλό», αλλά είναι το προϊόν της αντιλήψεως των γεγονότων της πραγματικότητας, της ενσωμάτωσής τους με μη αντιφατικό τρόπο στη συνείδηση ενός ατόμου και, συνεπώς, την επίτευξη σωστών συμπερασμάτων. Η αλήθεια είναι ότι το μυαλό δεν δημιουργεί την πραγματικότητα. η λειτουργία της ανθρώπινης συνείδησης είναι να αντιληφθεί την πραγματικότητα – η πραγματικότητα είναι το αντικείμενο, όχι το θέμα, της διαδικασίας συλλογισμού. (Όπως θα αναγνωρίσουν οι σπουδαστές της φιλοσοφίας, η παράγραφος αυτή επισημαίνει τη διάκριση μεταξύ μεταφυσικής αντικειμενικότητας και επιστημολογικής αντικειμενικότητας).

Οι αντικειμενικοί νόμοι είναι κανόνες ή αρχές που εκφράζουν τη φύση της πραγματικότητας. δεν είναι οι εκφράσεις των υποκειμενικών ιδιοτροπιών και προκαταλήψεων κάποιου ανθρώπου ή ομάδας ανθρώπων ή του πολιτισμού ως συνόλου. Ένας αντικειμενικός νόμος είναι επικεντρωμένος στην πραγματικότητα. Προέρχεται από τη φύση των οντοτήτων και των διαδικασιών στις οποίες σχετίζεται και δεν μπορεί ποτέ να έρχεται σε σύγκρουση με τη φύση τους. Για το λόγο αυτό, ένας αντικειμενικός νόμος «λειτουργεί» πάντα, ενώ ένας νόμος που βασίζεται σε υποκειμενική ιδιοτροπία κάποιου νομοθέτη και δεν είναι σταθερά συνδεδεμένος με την πραγματικότητα, έρχεται σε αντίθεση με τη φύση αυτού με το οποίο σχετίζεται και οδηγεί σε σύγχυση και καταστροφή.
Ενας αντικειμενικός νόμος είναι πάντα κατανοητός από έναν άνθρωπο που χρησιμοποιεί την λογική του
επειδή βασίζεται στην πραγματικότητα. Είναι επίσης ηθικός όταν αφορά την αρχή της ανθρώπινης συμπεριφοράς, επειδή λειτουργεί σύμφωνα με τη φύση του ανθρώπου και έτσι ενεργεί για να προωθήσει τη ζωή του, την ευημερία του και τα συμφέροντά του ως ορθολογικό ον. Όσον αφορά την ανθρώπινη συμπεριφορά, ο αντικειμενικός νόμος, επειδή προέρχεται από τη φύση της πραγματικότητας πρέπει να είναι πρακτικός, ορθολογικός και ηθικός.

Είναι αλήθεια ότι οι αντικειμενικοί νόμοι που διέπουν τη φύση των ανθρωπίνων σχέσεων είναι απαραίτητοι για τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης, αλλά αυτό δεν σημαινει κι ότι οι νόμοι που διατυπώνονται από κάποιο νομοθετικό σώμα είναι απαραίτητοι για την κοινωνική τάξη. Είναι απαραίτητο εδώ να εξεταστούν δύο είδη νόμων: του θεσμικού και του φυσικού.
Ένας φυσικός νόμος είναι ένα αιτιώδες χαρακτηριστικό που διέπει τις πράξεις μιας οντότητας, το οποίο χαρακτηριστικό είναι εγγενές στην ιδιαιτερότητα αυτής της οντότητας. Δεδομένου ότι είναι εγγενής στη φύση της οντότητας στην οποία αναφέρεται, το φυσικό δίκαιο είναι πάντοτε αντικειμενικό. Ένας τέτοιος νόμος λειτουργεί συνεχώς, επειδή σχετίζεται με τη πραγματικότητα. Ο φυσικός νόμος δεν μπορεί να καταργηθεί, ούτε έχει κενά. Ένας άνθρωπος που πάει κόντρα σε έναν φυσικό νόμο βάζει τον εαυτό του σε κίνδυνο.

Ένα παράδειγμα φυσικού νόμου είναι ο νόμος της βαρύτητας. Είναι στη φύση της γης να προσελκύει άλλα σώματα προς αυτήν. Ο νόμος της βαρύτητας είναι αντικειμενικός, καθολικός και αναπόφευκτος. Ένα αεροπλάνο πετά σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους της αεροδυναμικής, αλλά δεν αντιτάσσεται ούτε ακυρώνει τον νόμο της βαρύτητας – η γη εξακολουθεί να έλκει το αεροπλάνο, και αν ο κινητήρας του παχέος να λειτουργεί αυτό θα πέσει.

Ο φυσικός νόμος ισχύει τόσο για τον άνθρωπο όσο και για το περιβάλλον του, επειδή ο άνθρωπος είναι επίσης μια οντότητα με συγκεκριμένο χαρακτήρα. Ορισμένες ενέργειες είναι δυνατές στον άνθρωπο, και μερικές δεν είναι. Μπορεί να περπατήσει και να τρέξει, αλλά δεν μπορεί να πετάξει. Δεδομένου ότι είναι ένας άνθρωπος με συγκεκριμένη φύση, χρειάζεται ένα σωρό βασικές δράσεις για την επιβίωση και την ευημερία του. Αν δεν φάει θα πεθάνει. Το σώμα του απαιτεί ορισμένες ουσίες για να παραμείνει υγιές. Αν θέλει να μάθει κάτι, πρέπει να χρησιμοποιήσει τις αισθήσεις του και το μυαλό του για να το μάθει. Αν θέλει να επιβιώσει θα πρέπει να αξίζει την ανθρώπινη συνεργασία με τους συνανθρώπους του.

Ενώ είναι γενικά αναγνωρισμένο ότι η σωματική αλλά και η ψυχική φύση του ανθρώπου υπόκειται στον κανόνα του φυσικού δικαίου, είναι εξίσου γενικά αποδεκτό ότι η ηθική και ειδικά οι ηθικές ανθρώπινες σχέσεις είναι εκτός του πεδίου του φυσικού νόμου. Είναι εντελώς ανόητο να ισχυριζόμαστε ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον συγκεκριμένης φύσης και επομένως υπόκειται στον κανόνα των αρχών που απορρέουν από αυτή τη φύση σε όλες τις περιοχές εκτός από όταν συναναστρέφεται με άλλους ανθρώπους. Είναι ανόητο να πιστεύει κανείς ότι οι άνθρωποι παύουν να έχουν συγκεκριμένη φύση όταν έρχονται σε σχέση με άλλους ανθρώπους!

Ο φυσικός νόμος εφαρμόζεται στις ανθρώπινες σχέσεις και είναι αντικειμενικός, καθολικός και αναπόφευκτος και σε αυτόν τον τομέα όπως και σε κάθε άλλο. Η απόδειξη αυτού είναι ότι οι ανθρώπινες δράσεις έχουν συνέπειες, στον τομέα της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης όπως έχουν και στον τομέα της ανθρώπινης ιατρικής. Ένας άνθρωπος που καταπίνει δηλητήριο θα αρρωστήσει. Ένας άνθρωπος που επιτίθεται εναντίον των άλλων θα χάσει την αξιοπιστία του, θα δεχτεί την άμυνα τους και ίσως αναγκαστεί να τους αποζημιώσει (αν κάποια κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει). Ένας άνθρωπος που εξαπατά τους πελάτες του θα τους χάσει γιατί θα στραφούν σε πιο αξιόπιστους επιχειρηματίες. Κάθε «παραβίαση» του φυσικού νόμου φέρει αναπόφευκτα συνέπειες. Ανεξάρτητα από το πόσο έξυπνα σχέδια κάνει ένας άνθρωπος, εάν επιμένει να ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο με τη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης θα ζημιωθεί. Οι συνέπειες μπορεί να μην είναι άμεσες ή άμεσα εμφανείς, αλλά είναι αναπόφευκτες.

Η ελεύθερη αγορά είναι προϊόν της λειτουργίας του φυσικού νόμου στο πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων και ειδικότερα των οικονομικών συναλλαγών. Η επιβίωση και η ευημερία ενός ανθρώπου δεν του χαρίζεται, αλλά πρέπει να κερδηθεί, επομένως οι άνθρωποι ενεργούν έτσι ώστε να μεγιστοποιήσουν την ευημερία τους. Για να μεγιστοποιήσουν την ευημερία τους, κάνουν εμπόριο με άλλους ανθρώπους , και όταν εμπορεύονται, κάθε άνθρωπος προσπαθεί να πετύχει την καλύτερη δυνατή συμφωνία. Οι αγοραστές ανταγωνίζονται για προϊόντα και υπηρεσίες σπρωχνοντας τις τιμές προς τα πάνω, ενώ οι πωλητές παράγουν αγαθά και υπηρεσίες για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους σπρώχνει τις τιμές προς τα κάτω. Στο σημείο όπου συναντώνται οι δύο αυτές αντίθετες δυνάμεις, καθορίζεται η τιμή αγοράς και όποιος θέλει να εμπορεύεται σε αυτή την τιμή μπορεί να το κάνει χωρίς να δημιουργείται πλεόνασμα ή έλλειψη. Επομένως, ο νόμος προσφοράς/ ζήτησης όπως και όλοι οι άλλοι νόμοι της αγοράς είναι στην πραγματικότητα φυσικοί νόμοι που προέρχονται άμεσα από τη φύση και τις ανάγκες του κάθε ανθρώπου. Το γεγονός ότι οι νόμοι της αγοράς είναι φυσικοί νόμοι εξηγεί γιατί η ελεύθερη αγορά λειτουργεί τόσο καλά χωρίς καμία εξωτερική ρύθμιση. Οι φυσικοί νόμοι λειτουργούν πάντα.

Η κυβέρνηση από την άλλη είναι ένα τεχνητό κατασκεύασμα το οποίο από την φύση του βρίσκεται σε αντίθεση με το φυσικό νόμο. Δεν υπάρχει τίποτα στη φύση του ανθρώπου που να τον κάνει να χρειάζεται την κυβέρνηση του από άλλους ανθρώπους. Εάν υπήρχε, τότε θα έπρεπε να βρούμε κάποιο ανώτερο ον να κυβερνήσει τους κυβερνήτες, γιατί τότε και αυτοί σαν ατελή ανθρώπινα όντα θα ήταν αδυνατο να αυτοκυβερνηθούν. Πράγματι, η φύση του ανθρώπου είναι τέτοια ώστε, για να επιβιώσει και να είναι ευτυχισμένος, θα πρέπει να είναι σε θέση να λάβει τις δικές του αποφάσεις και να ελέγξει τη ζωή του, ένα δικαίωμα το οποίο αναπόφευκτα παραβιάζεται από τις κυβερνήσεις. Οι καταστροφικές συνέπειες και η αντίθεση της κυβέρνησης με τον φυσικό νόμο είναι γραμμένες με ανθρώπινο αίμα και δυστυχία στην ιστορία ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Οι λειτουργίες του φυσικού νόμου στις ανθρώπινες σχέσεις είναι πολύ λιγότερο εμφανείς σε μια κυβερνητική κοινωνία παρά σε μια ελεύθερη, επειδή η κυβέρνηση προσπαθεί να πάει κόντρα στους φυσικούς νόμους και να αγνοήσει τις συνέπειες πολλών κακών ενεργειών της. Οι πολιτικοί θέλουν εξουσία την οποία δεν δικαιούνται γι ‘αυτό υπόσχονται χρήματα που δεν είναι δικά τους και προνόμια που δεν έχουν το ηθικό δικαίωμα να παρέχουν. Για παράδειγμα, υπόσχονται να αυξήσουν τους μισθούς της εργασίας, κάτι που μόνο η αύξηση της παραγωγικότητας μπορεί να καταφέρει, δεδομένου ότι τα χρήματα για τους μισθούς δεν μπορούν να προελθουν από διατάγματα. Όταν πιο κυβερνήτες περνούν ένα κατώτατο όριο μισθών, φαίνεται να έχουν καταργήσει το φυσικό οικονομικό νόμο, αλλά στην πραγματικότητα το έχουν μόνο αποκρύψει. Οι εργοδότες αναγκάζονται να αντισταθμίσουν τις μισθολογικές αυξήσεις σε μερικούς από τους υπαλλήλους τους, απολύοντας άλλους, γεγονός που δημιουργεί μια τάξη νέων φτωχών ανέργων,. Τα ποσοστά των μισθών αυξάνονται για μερικούς σε βάρος του μηδενισμού των εισοδημάτων κάποιων άλλων. Ο φυσικός νόμος δεν μπορεί να πάψει να λειτουργεί με ένα κυβερνητικό διάταγμα, ανεξάρτητα από το πόσο σκληρά προσπαθούν οι πολιτικοί, επειδή ο φυσικός νόμος είναι εγγενής στη φύση των πραγμάτων. Ο φυσικός οικονομικός νόμος είναι εξίσου ενεργός σε μια κοινωνία με κυβέρνηση όπως θα ήταν και σε μια ελεύθερη κοινωνία, απλώς είναι πιο δύσκολο να εντοπιστεί λόγω των περίπλοκων ρυθμίσεων των γραφειοκρατών,

Η σιωπηρή παραδοχή ότι ο φυσικός νόμος δεν ισχύει για τις ανθρώπινες σχέσεις οδήγησε τους ανθρώπους στην πεποίθηση ότι η κοινωνία πρέπει να έχει ένα σύστημα θεσμικών νόμων για να «μας προστατέψει από το χάος» και να διατηρήσει την κοινωνική τάξη. Πιστεύεται από πολλούς ότι απαιτείται θεσμικός νόμος για την κωδικοποίηση του φυσικού νόμου έτσι ώστε αυτός να είναι αντικειμενικός, παγκόσμιας εφαρμογής και εύκολα κατανοητός από όλους.
Ο θεσμικός νόμος είναι ένας κώδικας κανόνων που θεσπίζονται και εφαρμόζονται από την κυβέρνηση. Οποιοσδήποτε θεσμικός νόμος μπορεί να βασίζεται σε μια αντικειμενική αρχή ή μπορεί να βασίζεται σε μια αρχή αντίθετη στη φύση της πραγματικότητας. Μπορεί μάλιστα να είναι ένα έκτακτο μέτρο που να μην βασίζεται σε καμία αρχή (τέτοιοι νόμοι είναι χαρακτηριστικοί για τις κυβερνήσεις όταν αισθάνονται ότι βρίσκονται σε κατάσταση κινδύνου). Δεν υπάρχει τίποτα στη φύση μιας κυβέρνησης που να εγγυάται ότι όλοι ή ακόμη και η πλειοψηφία των θεσμικών νόμων που θα περάσει θα βασίζονται σε αντικειμενικές αρχές – στην πραγματικότητα, η ιστορία έχει δείξει ότι συνήθως συμβαίνει το αντίστροφο. οι περισσότεροι θεσμικοί νόμοι βασίζονται στις υποκειμενικές ιδιοτροπίες κάποιων πολιτικών.

Οι θεσμικοί νόμοι που δεν βασίζονται σε αντικειμενικές αρχές είναι ανήθικοι και αναπόφευκτα επιβλαβείς, ουσιαστικά οτιδήποτε είναι σε αντίθεση με την πραγματικότητα δεν μπορεί να λειτουργήσει. Οι νόμοι που βασίζονται σε αντικειμενικές αρχές είναι απλώς μια νομική επαναδιατύπωση του φυσικού νόμου και, ως εκ τούτου, είναι περιττοί. Ένας άνθρωπος μπορεί να προσδιορίσει έναν φυσικό νόμο και να τον γράψει σε ένα βιβλίο για να τον καταλάβουν άλλοι άνθρωποι, αλλά δεν μπορεί να τον «εφαρμόσει» επειδή εφαρμόζεται ήδη. Μόλις προσδιοριστεί και γίνει κατανοητός ο φυσικός νόμος, δεν χρειάζεται να διατυπωθεί σαν θεσμικός νόμος ούτε να καταστεί υποχρεωτικός διότι είναι ήδη υποχρεωτικός, από τη φύση του.

Ένας θεσμικός νόμος, ακόμη κι αυτός που βασίζεται σε αντικειμενικές αρχές, πρέπει να θεσπίζεται πριν από την εμφάνιση των εγκλημάτων τα οποία σκοπεύει να εμποδίσει ή να τιμωρήσει. Δεδομένου ότι κάθε έγκλημα διαπράττεται από διαφορετικό άτομο σε μια διαφορετική συνθήκη, ο νόμος δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε όλες τις περιπτώσεις. Αυτό σημαίνει ότι, μολονότι η αρχή του νόμου ήταν αντικειμενική (επικεντρωμένη στην πραγματικότητα), η εφαρμογή του νόμου σε συγκεκριμένες περιστάσεις δεν μπορεί να είναι αντικειμενική. Μια αντικειμενική αρχή είναι σταθερή και αμετάβλητη επειδή έχει τις ρίζες της στη φύση των πραγμάτων, αλλά η εφαρμογή αυτής της αμετάβλητης αρχής πρέπει να ποικίλει ανάλογα με τις περιστάσεις διαφόρων υποθέσεων. Αν η εφαρμογή δεν ταιριάζει με την υπόθεση, δεν είναι αντικειμενική και ως εκ τούτου είναι άδικη.

Ανεξάρτητα από το πόσο έμπειρο είναι ένα σώμα νομοθέτων, ποτέ δεν μπορεί να κατέχει την γνώση για να προβλέψει και να επιτρέψει κάθε περίσταση κάθε μεμονωμένης υπόθεσης που θα εμπίπτει πάντα στη δικαιοδοσία του νόμου τους. Στην πραγματικότητα, με την πράξη της γραφής των διατάξεων του νόμου και καθιστώντας τους δεσμευτικούς για όλους εξίσου, οι νομοθέτες μετατρέπουν τους νόμους τους σε μη αντικειμενικούς. Έτσι, κανένας νόμος, ακόμη και αν βασίζεται σε αντικειμενική αρχή, δεν μπορεί να είναι αντικειμενικός στην εφαρμογή του.

Οι νομοθέτες γνωρίζουν ότι η νομοθεσία τους πρέπει να είναι ευέλικτη ώστε να ταιριάζει σε μια σειρά περιπτώσεων και καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να λύσουν αυτό το πρόβλημα. Προσπαθούν να προβλέψουν και να παρέχουν όσο το δυνατόν περισσότερες καταστάσεις, καθώς γράφουν κάθε νόμο, και συνήθως προβλέπουν ευέλικτες τιμωρίες (ποινή φυλάκισης από δύο έως δέκα χρόνια, για παράδειγμα), η οποία αφήνει την τελική απόφαση στον δικαστή της κάθε περίπτωσης. Αυτή η καλοπροαίρετη προσπάθεια, ωστόσο, έχει το αναπόφευκτο αποτέλεσμα να κάνει το νόμο ογκώδες, περίπλοκο, δύσχρηστο και δύσκολο να ερμηνευτεί ή να εφαρμοστεί. Η νομοθεσία γίνεται ογκώδης και οι άνθρωποι συχνά καταδικάζονται ή αθωόνονται με βάση μόνο την τεχνική ερμηνεία μιας συγκεχυμένης διατύπωσης κάποιου νόμου. Σε μια προσπάθεια να είναι αρκετά ευέλικτοι και εντούτοις απολύτως ακριβείς, οι νομοθέτες γράφουν συχνά νόμους τόσο περίπλοκους, που ακόμη και οι δικηγόροι (που ωφελούνται άμεσα ανάλογα με το μέγεθος και την πολυπλοκότητα του νομικού συστήματος) συγχέονται. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες περίπλοκα νομοθετικά διατάγματα, τα οποία είναι υποχρεωμένος να τηρεί πιστά κάθε πολίτης αφού γνωρίζει πως η άγνοια του νόμου δεν αποτελεί δικαιολογία!

Η προσπάθεια να καταστεί η νομοθεσία αρκετά ευέλικτη για να χωρέσει μεμονωμένες περιπτώσεις ακυρώνει την καθολικότητα του νόμου. Ένας δικαστής που έχει την επιλογή να δώσει μια ποινή που μπορεί να είναι από δύο έως δέκα χρόνια δεν έχει τίποτα να τον καθοδηγήσει στην επιλογή του, εκτός από τις δικές του προσωπικές πεποιθήσεις. Κάποιοι δικαστές είναι επιεικείς και κάποιοι άλλοι είναι σκληροί κι έτσι η μοίρα του κατηγορούμενου συνήθως εξαρτάται κυρίως από την προσωπικότητα και τη διάθεση του δικαστή του όσο και από τις πραγματικές συνθήκες της υπόθεσης. Η μετατροπή ενός συστήματος τιμωρίας με τη μορφή καταδίκης όπως το σημερινό σε ένα σύστημα δικαιοσύνης με τη μορφή αποζημιώσεων προς τα θύματα όπως αυτό της ελεύθερης κοινωνίας δεν θα έλυνε αυτο το πρόβλημα εφόσον ο νομοθετικός και δικαστικός μηχανισμός παρέμενε ως λειτουργία στα χέρια της κυβέρνησης και δεν μεταφέρονταν στην ελεύθερη αγορά. Οι διαιτητές της ελεύθερης αγοράς καθοδηγούνται στις επιλογές τους από τις επιθυμίες των καταναλωτών, μέσω του «διορθωτικού μηχανισμού». που παρέχουν τα «σήματα» κερδών – ζημιών. Ωστόσο, οι κυβερνητικοί δικαστές δεν έχουν κανένα σήμα για να καθοδηγηθούν στις αποφάσεις τους. Ακόμα κι αν ήθελαν να ευχαριστήσουν τους «πελάτες» τους, δεν θα είχαν σήματα για να το κάνουν. Ένας κυβερνητικός δικαστής, που καλείται να τιμωρήσει με σχετικά ελεύθερη κρίση, δεν έχει κανένα άλλο σήμα να τον καθοδηγήσει πέρα από τις δικές του απόψεις και ιδιοτροπίες.

Ο φυσικός νόμος, όπως εφαρμόζεται στις ανθρώπινες σχέσεις σε ένα πλαίσιο ελεύθερης αγοράς, είναι αντικειμενικός τόσο στις αρχές όσο και στην εφαρμογή του. Ενώ οι αρχές του φυσικού νόμου παραμένουν αμετάβλητες, η εφαρμογή αυτών των αρχών συμβαδίζει πάντοτε με κάθε περίπτωση, επειδή ο φυσικός νόμος που εμπλέκεται σε κάθε περίπτωση προέρχεται από τη φύση του κάθε ατόμου και την κατάσταση στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όταν πραγματοποιείται μια επίθεση, προκαλείται απώλεια για ένα θύμα. Αυτή η απώλεια είναι συγκεκριμένη και ατομική για κάθε περίπτωση. Το θύμα έχασε ένα χρηματικό ποσό ή το αυτοκίνητό του ή ένα πόδι και οι πληρωμές αποζημιώσεων βασίζονται στην αξία αυτής της συγκεκριμένης αξίας. Κατά τον προσδιορισμό της αξίας των ζημιών (ιδιαίτερα των μη ανταλλάξιμων), οι διαιτητές κατευθύνονται από τη δομή αξίας των καταναλωτών που αγοράζουν την υπηρεσία τους από τα «σήματα» κερδών και ζημιών. Κάθε υπόθεση αποφασίζεται με βάση τα δικά της πλεονεκτήματα. Η μοίρα του επιτιθέμενου καθορίζεται με βάση τις δικές του παρελθούσες και παρούσες ενέργειες – δεν αποφασίζεται αυθαίρετα από μια ομάδα εκλεγμένων αγνώστων νομοθετών χωρίς να γνωρίζουν τη συγκεκριμένη περίπτωση (και μάλιστα πριν συμβεί).

Ο φυσικός νόμος, που θα εφαρμοζόταν σην ελεύθερη αγορά, θα ήταν επίσης πολύ σύντομος, απλός και εύκολα κατανοητός. Υπάρχει μόνο ένας βασικός κανόνας για δίκαιες ανθρώπινες σχέσεις: Κανένας άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να στερήσει από έναν άλλο άνθρωπο αξία με χρήση επιθετικής βίας, απειλή βίας ή οποιοδήποτε υποκατάστατο της βίας (όπως απάτη). Όλοι οι άλλοι κανόνες, όπως οι απαγορεύσεις κατά της δολοφονίας, της απαγωγής, της κλοπής, της παραποίησης κλπ., είναι απλώς προφανή παράγωγα αυτού του ενός και βασικού φυσικού νόμου. Ένας άνθρωπος που θέλει να μάθει αν ενεργεί σωστά προς τον συνάνθρωπό του δεν χρειάζεται βιβλιοθήκη νομικών τόμων και πανεπιστημιακή εκπαίδευση νομικής. Το μόνο που χρειάζεται να κάνει είναι να κάνει στον εαυτό του μια απλή ερώτηση: «Προκαλώ σε κάποιον μια απώλεια αξίας με πράξη εξαναγκασμού;» Εφόσον μπορεί να απαντήσει ειλικρινά όχι σε μια τέτοια ερώτηση, δεν χρειάζεται να φοβάται κανέναν νόμο ούτε αντίποινη δύναμη.

Αυτός ο βασικός φυσικός νόμος των ανθρώπινων σχέσεων είναι ήδη σιωπηλά κατανοητός από σχεδόν όλους σε ολόκληρο τον κόσμο. Βρίσκει κοινή έκφραση με όρους όπως: «Είναι λάθος να ξεκινάς καυγά.» Είναι η ευρέως διαδεδομένη και σχεδόν αυτόματη συμμόρφωση με αυτόν τον φυσικό νόμο από την πλειοψηφία των ανθρώπων, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι ανθρώπινες σχέσεις δεν έχουν καταλήξει σε αιματηρές συγκρούσεις παρά την συνεχή ώθηση των κυβερνήσεων προς αυτή την κατεύθυνση. Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν με τους γείτονές τους ειρηνικά βάσει αυτού του φυσικού νόμου και πολύ σπάνια καλούν έναν αστυνομικό ή έναν δικαστή να επιλύσει τις διαφορές τους. Και το κάνουν, ως επί το πλείστον, χωρίς καν να συνειδητοποιούν συνειδητά τον φυσικό νόμο που καθοδηγεί τις πράξεις τους.

Η υπόθεση ότι ο θεσμικός νόμος είναι απαραίτητος για μια κοινωνία περιλαμβάνει την παραδοχή ότι ένα νομοθετικό όργανο έχει το ηθικό δικαίωμα να θεσπίσει νόμους δεσμευτικούς για τον υπόλοιπο πληθυσμό. Οι υποστηρικτές της δημοκρατίας ισχυρίζονται ότι επειδή οι νομοθέτες εκλέγονται από τον λαό αυτό τους δίνει το δικαίωμα να «εκπροσωπούν τον λαό» σε θέματα νομοθεσίας. Αλλά «ο λαός» είναι ένα αφηρημένο σύνολο που δεν ζει, δεν αναπνέει, δεν έχει συμφέροντα, απόψεις και στόχους. Υπάρχουν μόνο άτομα και ατομικά συμφέροντα. Έχουν λοιπόν οι νομοθέτες το ηθικό δικαίωμα να εκπροσωπούν τα άτομα «υπό τη δικαιοδοσία τους»;

Σε μια δημοκρατία, η λειτουργία του νομοθέτη είναι, θεωρητικά, να ανακαλύψει ποιό είναι «το δημόσιο συμφέρον» και να εγκρίνει τη νομοθεσία που διέπει τους ανθρώπους αναλόγως. Αλλά όπως ακριβώς δεν υπάρχει οντότητα όπως «ο λαός», δεν υπάρχει και » δημόσιο συμφέρον.» Υπάρχει μόνο ένα σύνολο ατομικών συμφερόντων των ανθρώπων που υπόκεινται στην κυβέρνηση. Έτσι, όταν οι νομοθέτες ψηφίζουν ένα νόμο «για το δημόσιο συμφέρον», ευνοούν πραγματικά τα συμφέροντα κάποιων πολιτών τους ενώ θυσιάζουν τα συμφέροντα κάποιων άλλων. Επειδή οι νομοθέτες, είναι εκλεγμένοι αξιωματούχοι, χρειάζονται χρήματα και ψήφους και έτσι συνήθως ευνοούν τα συμφέροντα των πολιτικά συνδεδεμένων ατόμων – χορηγών θυσιάζοντας τα συμφέροντα εκείνων που δεν έχουν πολιτικές διασυνδέσεις. Επίσης, δεδομένου ότι η μόνη πηγή κέρδους της κυβέρνησης είναι οι παραγωγικοί της πολίτες (οι μη παραγωγικοί δεν έχουν τίποτα να δώσουν παρά μόνο να πάρουν απ’ την κυβέρνηση), οι ικανοί συνήθως θυσιάζονται χάριν των ανίκανων, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών.

Αυτή η μορφή αδικίας είναι αναπόφευκτα ενσωματωμένη στη δομή της κυβέρνησης. Μια κυβέρνηση είναι ένα καταναγκαστικό μονοπώλιο που αναγκάζει τον καθένα στη γεωγραφική του περιοχή να υπακούει. Ως εκ τούτου, πρέπει να εμποδίζει τους πολίτες της να επιλέγουν ελεύθερα μεταξύ ανταγωνιστικών πωλητών τις υπηρεσίες που τους ταιριάζουν καλύτερα. Κάθε πολίτης αναγκάζεται να δεχτεί τις κυβερνητικές υπηρεσίες και να ζει σύμφωνα με τα κυβερνητικά πρότυπα, ανεξάρτητα από το αν είναι προς το συμφέρον του ή όχι.
Ανεξάρτητα από το πόσο «δημοκρατική» και «περιορισμένη» είναι μια κυβέρνηση, δεν μπορεί στην πράξη να εκπροσωπήσει τα συμφέροντα καθενός από το πλήθος των διαφορετικών ατόμων που είναι πολίτες της. Τα μεμονωμένα ατομικά συμφέροντα είναι τα μόνα συμφέροντα που πραγματικά υπάρχουν, επειδή δεν υπάρχει οντότητα όπως το «δημόσιο» και επομένως δεν υπάρχει και κοινό «δημόσιο συμφέρον». Καθώς η κυβέρνηση δεν μπορεί να εκπροσωπεί τα συμφέροντα καθενός από τους πολίτες της , πρέπει αναγκαστικά να θυσιάσει τα συμφέροντα κάποιων στα υποτιθέμενα συμφέροντα κάποιων άλλων. και αυτή η θυσία πάντα μειώνει τη συνολική κοινωνική αξία.

Σε μια ελεύθερη αγορά, δεν υπάρχει κανένα καταναγκαστικό μονοπώλιο. Κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να επιδιώκει τα δικά του συμφέροντα, αρκεί να παρέχει το ίδιο δικαίωμα σε όλους τους άλλους, και κανενός τα συμφέροντα δεν θυσιάζονται για το «δημόσιο καλό» ή σύμφωνα με τη «βούληση του λαού». Σε μια ελεύθερη κοινωνία ένας άνθρωπος που θέλει να αγοράσει ένα αγαθό ή μια υπηρεσία μπορεί να υποστηρίξει οποιαδήποτε επιχείρηση της οποίας τα εμπορεύματα ή οι υπηρεσίες τον ευχαριστούν. Αν προτιμά το X, δεν είναι υποχρεωμένος να αγοράσει το Y επειδή το 51% των συμπατριωτών του προτιμούν το Y και επειδή το δημοκρατικό σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς ομοφωνία.

Αλλά ακόμα κι αν μπορούσαν να αποφύγουν να θυσιάσουν τα συμφέροντα των πολιτών, οι εκλεγμένοι νομοθέτες δεν θα δικαιολογούνταν να καταστήσουν νόμους δεσμευτικούς για κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό τους. Οι γνωμοδοτήσεις, ακόμη και οι απόψεις μιας πλειοψηφίας, δεν δημιουργούν αλήθεια – η αλήθεια είναι αλήθεια, ανεξάρτητα από το τι σκέφτεται κανείς. Αν η πλειοψηφία των ψηφοφόρων είναι εντελώς εσφαλμένη για την υποστήριξη ενός υποψηφίου ή η πλειονότητα των νομοθέτων έχει λανθασμένη κρίση για έναν νόμο, η γνώμη τους κατά πλειοψηφία δεν αλλάζει το γεγονός ότι κάνουν λάθος. Είναι επικίνδυνο να πιστεύουμε ότι αν αρκετοί άνθρωποι έχουν μια εσφαλμένη και ανόητη άποψη, η πλειοψηφία θα την κάνει ορθή και λογική. Ένας νόμος μπορεί να ψηφιστεί από την πλειοψηφία των νομοθετών που εκλέχθηκαν ή από την πλειοψηφία των πολιτών αλλά να είναι ανήθικος και καταστροφικός παρά τις συλλογικές αυταπάτες της πλειοψηφίας για το αντίθετο. Καμία πλειοψηφία ομάδας ανθρώπων, δεν έχει το δικαίωμα να εξαναγκάσει κάποιον άνθρωπο να αποδεχτεί έναν ανήθικο και καταστρεπτικό νόμο.

Ορισμένοι υποστηρικτές της «περιορισμένης κυβέρνησης» προσπάθησαν να ξεπεράσουν αυτό το πρόβλημα, προβλέποντας ότι η κυβέρνηση πρέπει να περιοριστεί σε ένα πολύ αυστηρό σύνταγμα και να περιοριστεί στις «κατάλληλες» λειτουργίες της εμποδίζοντας την να περάσει ανήθικους και καταστρεπτικούς νόμους. Αγνοούν όμως το γεγονός ότι όσοι γράφουν το Σύνταγμα και όσοι το επιβάλλουν πρέπει να εκλέγονται με πλειοψηφία (ή διαφορετικά διορίζονται από αυτούς που εκλέγονται). Ένα σύνταγμα είναι τόσο καλό όσο οι άνθρωποι που το γράφουν και το επιβάλλουν, και αν η πλειοψηφία των απόψεων δεν μπορεί να δημιουργήσει αλήθεια στα θέματα της νομοθεσίας, δεν μπορεί να δημιουργήσει αλήθεια και σε θέματα συνταγματικής διατύπωσης και ερμηνείας. Εάν είναι λάθος η πλειοψηφία του λαού να καθορίζει τις πολιτικές μιας κυβέρνησης, είναι ακόμα πιο λάθος να καθορίζει τη μορφή και τη δομή που αυτή η κυβέρνηση θα πρέπει να έχει.

Εξάλλου, η ιδέα ενός γραπτού συντάγματος ως κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ του λαού και της κυβέρνησής του είναι ένας μύθος. Μια σύμβαση είναι δεσμευτική μόνο για εκείνους που την υπογράφουν, πράγμα που σημαίνει ότι μια σύμβαση μεταξύ του λαού και της κυβέρνησης θα πρέπει να υπογράφεται από κάθε πολίτη προκειμένου να είναι δεσμευτική για τον «λαό». Το Σύνταγμα δεν είναι υπογεγραμμένο ούτε καν από τους πολίτες που ζούσαν τη στιγμή που γράφτηκε, πόσο μάλλον από όλα τα εκατομμύρια ανθρώπων που γεννήθηκαν αργότερα στη χώρα και που υποτίθεται ότι δεσμεύονται από αυτό. Εάν ήταν κάποιος να θεσπίσει ένα σύνταγμα και αυτό να υπογραφεί από κάθε άτομο που επιθυμούσε να τον δεσμεύει, θα έπρεπε επίσης να γίνει δεκτό το δικαίωμα εκείνων που δεν συμφωνούν με αυτό να αρνηθούν να το υπογράψουν και μάλιστα να λάβουν τα δικά τους μέτρα για την προστασία τους, οπότε δεν θα έπρεπε να υπάρχει κυβέρνηση, αλλά μια επιχείρηση που θα ανταγωνίζεται με άλλες επιχειρήσεις σε μια ελεύθερη αγορά.

Οι κυβερνητικοί νόμοι και τα συντάγματα δεν μπορούν ποτέ να είναι ούτε σωστά ούτε πρακτικά. Ο θεσμικός νόμος, ο οποίος υποτίθεται ότι κωδικοποιεί τον φυσικό νόμο για να τον καταστήσει αντικειμενικό, καθολικό και εύκολα κατανοητό, κάνει και στις τρεις περιπτώσεις ακριβώς το αντίθετο. Ο φυσικός νόμος είναι αντικειμενικός τόσο στις αρχές όσο και στην εφαρμογή του, επειδή βασίζεται στην πραγματικότητα και προέρχεται από τη φύση των εμπλεκόμενων φορέων σε κάθε περίπτωση. Το νόμιμο δίκαιο, ακόμη και όταν βασίζεται σε αντικειμενικές αρχές, δεν μπορεί να είναι αντικειμενικό στην εφαρμογή του, επειδή δεν μπορεί να ποικίλει ανάλογα με τις διαφορετικές περιπτώσεις. Ο φυσικός νόμος είναι καθολικά εφαρμόσιμος, επειδή είναι μέρος της ίδιας της φύσης των πραγμάτων, και τίποτα δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη φύση του. Ο θεσμικός νόμος δεν μπορεί να είναι καθολικός και εξίσου εφαρμόσιμος, διότι αν γράφεται ανελαστικά δεν θα ταιριάζει σε μεμονωμένες περιπτώσεις ενώ εάν είναι γραμμένος με ευελιξία, δεν θα αφήνει στους δικαστές την ελευθερία να ρυθμίσουν τις αποφάσεις τους. Ο φυσικός νόμος των ανθρώπινων σχέσεων είναι εύκολα κατανοητός και μπορεί να διατυπωθεί με μια σύντομη πρόταση. Ο θεσμικός νόμος είναι ένα σύνολο γραπτών κωδικών κανόνων αδιαπέρατης πολυπλοκότητας και δεν μπορεί να αποφευχθει να είναι τέτοιος επειδή πρέπει να προσπαθήσει να προβλέπει ένα πλήθος διαφορετικών περιστάσεων που δεν έχουν συμβεί ακόμα.

Επειδή η ελεύθερη αγορά είναι προϊόν του φυσικού νόμου, διευκολύνει την εφαρμογή του σε κάθε τομέα στον οποίο εμπλέκεται. Οι κανόνες που θα διέπουν τις επιχειρήσεις της προστασίας αξιών, διαιτησίας διαφορών και αποζημίωσης είναι απλώς οι εξελίξεις του γενικού οικονομικού δικαίου, το οποίο με τη σειρά του αποτελεί εξέλιξη του φυσικού δικαίου. Οι ίδιοι οικονομικοί κανόνες που θα εγγυώνται στους καταναλωτές σε μια ελεύθερη αγορά τα καλύτερα δυνατά προϊόντα, υπηρεσίες στις καλύτερες δυνατές τιμές και οι οποίοι θα τους προστατεύουν από ανέντιμους και αδίστακτους κατασκευαστές φαρμάκων, θα λειτουργούσαν επίσης και στους τομείς της προστασίας ζωής και ιδιοκτησίας, της διαιτησίας διαφορών και των αποζημιώσεων. Ο φυσικός νόμος δεν θα αφήσει τους ανθρώπους της ελεύθερης αγοράς αβοήθητους όταν οι κυβερνητικοί γραφειοκράτες σταματήσουν να έχουν τον απόλυτο έλεγχο στην σύνταξη νομοθεσίας.

Οι ελεύθεροι άνθρωποι, που ενεργούν σε μια ελεύθερη αγορά, θα διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους σύμφωνα με το φυσικό δίκαιο. Η αγορά είναι, από μόνη της, αποτέλεσμα εφαρμογής του φυσικού νόμου και κατά συνέπεια, ενεργεί για να τιμωρήσει εκείνους που παραβιάζουν τον φυσικό νόμο. Ο θεσμικός νόμος είναι αδέξιος, αναχρονιστικός και άδικος και θα πρέπει να σταματήσει να θεωρείται απαραίτητος για τη ρύθμιση των υποθέσεων των ανθρώπων όπως σταμάτησαν να θεωρούνται απαραίτητοι οι βασιλιάδες τον μεσαίωνα και οι μάγοι-θεραπευτές τα προϊστορικά χρόνια.

Μόρις Τανεχιλ – Market for liberty

Προς μια ελεύθερη κοινωνία

Μπορεί η ελεύθερη κοινωνία να ακούγεται ωραία ιδέα, αλλά πώς θα μπορούσε αυτή να επιτευχθεί; Με το πέρασμα των χρόνων, η κυβέρνηση έχει κυριεύσει κάθε πτυχή της ζωής μας. Η κοινωνία έχει ενσωματώσει τόσο καλά την γραφειοκρατία και η οικονομία είναι τόσο μπλεγμένη στους κυβερνητικούς ελέγχους που η διάλυση του κράτους θα προκαλούσε σημαντικές και οδυνηρές προσωρινές καταστάσεις. Τα προβλήματα προσαρμογής σε μια ελεύθερη κοινωνία θα ήταν σαν εκείνα που θα αντιμετωπιζε ένας χρήστης ηρωίνης ο οποίος σκέφτεται να κόψει τα ναρκωτικά και οι δυσκολίες που θα συναντούσε στιγμιαία θα τον έκαναν να αποφασίσει ότι θα ήταν καλύτερα να μείνει όπως είναι.

Ωστόσο, είναι αφελές να υποθέσουμε ότι μπορούμε να «μείνουμε όπως είμαστε». Οι οικονομικές κρίσεις και οι κοινωνικές αναταραχές δεν μπορούν να αποφευχθούν. Οι κυβερνητικές ρυθμίσεις της οικονομίας θα οδηγούν σε μια συνεχώς αυξανόμενη τάξη απελπισμένων και αβοήθητων φτωχών, οι οποίοι θα αισθάνονται μια δικαιολογημένη δυσαρέσκεια που θα τους οδηγεί σε διαδηλώσεις. Οι προσπάθειες των κυβερνήσεων να τους βοηθήσουν, απλώς θα επιδεινώσουν την κατάσταση. Εξάλλου κάθε φορά που η κυβέρνηση δίνει χρήματά σε κάποιους εξασθενεί περισσότερο την οικονομία με νέους φόρους δημιουργώντας ακόμα περισσότερους φτωχούς που χρειάζονται βοήθεια. Καθώς οι φτωχοί βλέπουν τη ζωή τους να χειροτερεύει παρά τις πολιτικές υποσχέσεις για βοήθεια, η δυσαρέσκεια τους θα γίνεται όλο και εντονότερη.

Εν τω μεταξύ, οι προσπάθειες των γραφειοκρατών να σώσουν την αδύναμη οικονομία με όλο και περισσότερους ελέγχους θα την ωθεί γρηγορότερα στην οικονομική καταστροφή. Εάν δεν σταματήσουν οι προσπάθειές της κυβέρνησης να «θεραπεύει» την κοινωνία, με όλο και περισσότερο κολεκτιβισμό, αργά ή γρήγορα θα την οδηγήσει στη συνολική κατάρρευση όπου όλα τα χρήματα θα έχουν χάσει την αξία τους και οι περισσότεροι άνθρωποι θα λιμοκτονούν.

Το δίλλημα δεν είναι ελεύθερη αγορά εναντίον πανίσχυρης κυβέρνησης, διότι δεν μπορούμε να διατηρήσουμε το κυβέρνηση πανίσχυρη ούτως ή άλλως. Το πραγματικό δίλλημα είναι αν πρέπει να αφεθεί η κατάσταση αμετάβλητη και να οδηγηθεί η κοινωνία στο οικονομικό χάος και τη πολιτική τυραννία ή άν οι άνθρωποι εργαστούν για να δημιουργήσουν μια ελεύθερη κοινωνία όπου καθένας θα μπορεί να ζήσει τη ζωή του όπωςο ίδιος θέλει. Όποιος δρόμος κι αν ακολουθηθεί θα είναι δύσκολος. αλλά το σημαντικό ερώτημα είναι: «Σε ποιο είδος κοινωνίας στοχεύουμε;»

Το πόσο σύντομα θα μπορούσε να εδραιωθεί μια ελεύθερη κοινωνία και κάτω από ποιες συνθήκες θα γινόταν η μετάβαση από την κυβερνοκρατούμενη σημερινή στην ελεύθερη είναι αδύνατον να προβλεφθεί εξαιτίας δύο σημαντικών μεταβλητών – της ταχύτητας με την οποία μπορεί να εξαπλωθεί η ιδέα της ελευθερίας και της ικανότητας της κάθε οικονομίας να αντέξει τις καταστροφικές συνέπειες της κυβερνητικής δράσης.

Οι οικονομίες όλων των μεγάλων κρατών βρίσκονται σε διαφορετικές καταστάσεις αποσύνθεσης. Για δεκαετίες, οι κυβερνήσεις εκτός από το να φορολογούν, πληθωρίζουν και τα νομίσματά για να ωφελήσουν τα κρατικά ταμεία. Αυτά τα νέα χαρτονομίσματα με το που εισέρχονται στην αγορά προκαλούν κακοεπενδύσεις, το λεγόμενο οικονομικό φούσκωμα. Μόλις όμως οι άνθρωποι αντιληφθούν τις κακοεπενδύσεις και αρχίζουν να τις εγκαταλείπουν τότε το οικονομικό φούσκωμα αντικαθίσταται από οικονομικό ξεφουσκωμα και οικονομική ύφεση. Ο μόνος τρόπος που μια κυβέρνηση μπορεί να αποφύγει την οδυνηρή αναπροσαρμογή ενός ξεφουσκώματος της οικονομίας είναι να αυξάνει συνεχώς το πληθωρισμό υποτιμώντας συνεχώς το νόμισμα και μετακυλίωντας το πρόβλημα στο μέλλον.

Η οικονομία συνεχίζει να λειτουργεί με αυτό το ψεύτικο χρήμα μόνο και μόνο επειδή οι άνθρωποι συνεχίζουν να πιστεύουν ότι έχει πραγματική αξία. Όμως, καθώς η κυβέρνηση αναγκάζεται να το πληθωρίζει ολοένα και περισσότερο για να αποφύγει μια ολοένα και πιο σοβαρή κρίση, οι προκύπτουσες αυξανόμενες τιμές θα κάνουν κάποια στιγμή τους ανθρώπους να αναγνωρίσουν τη συρρίκνωση της αξίας των χρημάτων και να συνειδητοποιήσουν ότι πρέπει να ξοδεύουν τα χρήματα τους όσο το δυνατόν πιο γρήγορα πριν χάσουν την αξία τους και να χρησιμοποιούν άλλα αγαθά για αποταμιευση αξίας αντί για τα άχρηστα χρήματα. Αυτές οι ξέφρενες προσπάθειες των ανθρώπων να ξεφορτωθούν τα χρήματα τους και να αγοράζουν σπανιότερα αγαθά θα έχουν σαν αποτέλεσμα να μειώνουν περαιτέρω τη συναλλακτική αξία του νομίσματος και μια οικονομία να μένει δίχως αξιόπιστο μέσο συναλλαγών και να επιστρέφει στο στάδιο της ανταλλακτικής οικονομίας, ένα σύστημα ανεπαρκές να υποστηρίξει μια βιομηχανική οικονομία το οποίο πάντα οδηγεί σε μαζική ανεργία, φτώχεια και πείνα.

Έτσι, η προσπάθεια των γραφειοκρατών να αποφύγουν την οικονομική ύφεση που προκαλούν οι πληθωριστικές πολιτικές τους, επιτυγχάνει μόνο να καταστήσει την ύφεση πολύ πιο σοβαρή όταν αυτή συμβεί στο μέλλον. Ο υπερπληθωρισμος θα φέρει αναπόφευκτα την πλήρη κατάρρευση του νομίσματος της χώρας.

Δεδομένου ότι τα περισσότερα χαρτονομίσματα σήμερα δεν έχουν πραγματική αξία αφού είναι όλα συνδεδεμένα με το δολάριο, ο ενδεχόμενος υπερπληθωρισμός του δολαρίου θα οδηγούσε σε παγκόσμια νομισματική κατάρρευση και θα μας άφηνε χωρίς μέσο ανταλλαγής, εκτός από το χρυσό και το ασήμι που ελάχιστοι έχουν στην κατοχή τους σήμερα και που μπορούν να χρησιμοποιουν σαν συναλλακτικό μέσο μόνο στη μαύρη αγορά λόγω των κρατικών απαγορεύσεων. Είναι βέβαιο λοιπόν ότι μέχρι ο χρυσός και το ασήμι να μπορέσουν να εξαπλωθούν ξανά επαρκώς στις οικονομίες ανά τον κόσμο προκειμένου να παίξουν τον ρόλο του αξιόπιστου συναλλακτικού μέσου εκατομμύρια άνθρωποι θα πεθάνουν από τη πείνα. Οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να δημιουργήσουν χρήματα από χαρτί, μελάνι και υποσχέσεις και μόλις καταστρέψουν τα νομίσματά τους, μόνο οι διαδικασίες της αγοράς θα μπορέσουν να αποκαταστήσουν το μέσο ανταλλαγής.

Δεδομένου ότι η κατάσταση της οικονομίας μας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ιδιοτροπίες των γραφειοκρατών και των πολιτικών, είναι αδύνατο να προβλεφθεί εάν το νόμισμά μας θα συνεχίσει να λειτουργεί για αρκετούς ακόμη μήνες ή για αρκετά χρόνια, πριν εισέλθει σε κατάσταση υπερπληθωρισμού και τη τελική κατάρρευση. Ομοίως, είναι αδύνατο να πούμε αν η κατάρρευση θα συμβεί ξαφνικά, ή μετά από μια μακρόχρονη σειρά οικονομικών κρίσεων. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μια μέρα το δολάριο θα καταρρεύσει και πιθανότατα θα πάρει μαζί του και όλα τα άλλα συνδεόμενα νομίσματα του κόσμου και ότι οι κυβερνήσεις θα ακολουθούν πολιτικές που θα αποσκοπούν στην αναχαίτιση αυτής της ημέρας κατάρρευσης, κάνοντας την πολύ πιο καταστροφική όταν αυτή έρθει.

Για να γίνει η μετάβαση από την κυβερνοκρατουμενη στην ελεύθερη οικονομία θα πρέπει να υπάρχει ένα μέσο συναλλαγής που να είναι σε θέση να αντικαταστήσει το αδύναμο χαρτονόμισμα. Δεδομένου ότι ο χρυσός και το ασήμι αποδείχτηκαν μέσα από αιώνες διαπραγματεύσεων ότι είναι τα πιο αποδεκτά μέσα συναλλαγών, θα πρέπει να γίνουν οσο το δυνατόν ταχύτερα ξανά η πρώτη επιλογή ως συναλλακτικά μέσα στα χέρια των ανθρώπων. Επομένως όλοι οι κυβερνητικοί περιορισμοί σχετικά με την ιδιοκτησία και την εισαγωγή χρυσού σε οποιαδήποτε μορφή πρέπει να καταργηθούν το συντομότερο δυνατό και οι πολίτες θα πρέπει να ενθαρρύνονται να ανταλλάξουν τα χαρτονομίσματα τους για χρυσό και ασήμι που βρίσκεται στην κατοχή της κυβέρνησης, . Όλοι οι περιορισμοί στην εξόρυξη χρυσού θα πρέπει να καταργηθούν, ούτως ώστε η ζήτηση για «υγιές» χρήμα να μπορεί να αντιμετωπιστεί εν μέρει και με την εξόρυξη χρυσού.

Μαζί με την επιστροφή χρυσού και ασημιού στα χέρια ιδιωτών, θα πρέπει να τεθεί τέλος και σε όλους τους νόμους που εμποδίζουν την ιδιωτική νομισματοκοπή. Οι επιχειρηματίες θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να κατασκευάζουν χρυσά και ασημένια κέρματα για ανταλλαγή όπως είναι ελεύθεροι να κατασκευάζουν και να διαθέτουν προς κατανάλωση κάθε άλλο αγαθό. Ο μηχανισμός της ελεύθερης αγοράς κι εδώ θα αναδείξει τους καλύτερους νομισματοκόπους και θα εξαλείψει τους απατεώνες.

Το μονοπώλιο των Κεντρικών Τραπεζών στον τραπεζικό τομέα θα πρέπει να καταργηθεί και οι επιχειρηματίες θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να δημιουργήσουν πραγματικές ιδιωτικές τράπεζες που να ρυθμίζονται αποκλειστικά από τον ελεύθερο ανταγωνισμό της αγοράς. Με το σημερινό σύστημα κεντρικής τραπεζικής η κυβέρνηση πληθωρίζει το νόμισμα και οι διάφοροι προνομιακοί νόμοι της επιτρέπουν στις τράπεζες να κρατούν μόνο ένα κλάμα των καταθέσεων προκαλώντας αναπόφευκτα νομισματική κρίση. Τα νέα ιδιωτικά νομίσματα και η ελεύθερη ιδιωτική τραπεζική θα θέσουν ένα μόνιμο τέλος στον πληθωρισμό, τις υφέσεις και τις νομισματικές κρίσεις.

Οι κριτικοί της ελεύθερης αγοράς θα πουν ότι χωρίς τους περιορισμούς που εμποδίζουν τους ιδιώτες να κατέχουν χρυσό και ασήμι, σχεδόν όλοι θα σπεύσουν να ανταλλάξουν τα χαρτονομίσματα τους με χρυσό και ασήμι κι αυτό θα προκαλέσει νομισματική κρίση και μια ισχυρή υποτίμηση του νομίσματος της κυβέρνησης. Και φυσικά θα έχουν δίκιο γιατί αυτό ακριβώς θα συνέβαινε. Αλλά η οικονομική κρίση θα έρθει ούτως ή άλλως αφού οι πολιτικοί την έχουν ήδη καταστήσει αναπόφευκτη. Η κρίση που θα προκύψει από την απελευθέρωση της αγοράς όμως θα είναι πολύ λιγότερο σοβαρή και η ανάκαμψη θα είναι πολύ πιο γρήγορη, αν έρθει ως αποτέλεσμα των ανθρώπων που εγκαταλείπουν το δολάριο για ένα πραγματικά πολύτιμο μέσο συναλλαγής απ ‘ό, τι εάν το χάρτινο νομισματικό σύστημα καταρρεύσει από τον υπερπληθωρισμό, αφήνοντας τους με άχρηστα χαρτονομίσματα στις τσέπες. Με το να μας αναγκάζουν να χρησιμοποιούμε ένα όλο και περισσότερο υποτιμημένο νόμισμα, οι γραφειοκράτες μας αρνούνται τη μόνη μας ευκαιρία να διασώσουμε την οικονομία μας και τις ιδιωτικές μας αποταμιεύσεις από το οικονομικό χάος που δημιουργήθηκε από την κυβέρνηση. Τα χαρτονομίσματα δεν μπορούν να σωθούν – μπορούν μόνο να καταρρεύσουν από την κυβερνητική παρέμβαση. Αφήνοντας τους γραφειοκράτες να σώσουν ένα απολυταρχικό, ολοκληρωτικό νομισματικό σύστημα αυτό που πετυχαίνουμε είναι να καταστρέφουμε ολόκληρη την οικονομία.

Η μετάβαση σε μια ελεύθερη κοινωνία μπορεί να βρεθεί σε καλό δρόμο αν προλάβουμε την κατάρρευση της οικονομίας ενώ εάν η οικονομία καταρρεύσει η ανάκαμψη θα είναι πολύ πιο δύσκολη και πολύ πιο αργή.

Κατά τη μετάβαση σε μια ελεύθερη κοινωνία πολλοί κυβερνητικοί θεσμοί που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της κοινωνίας μας εδώ και χρόνια θα πρέπει να καταργηθούν. Η φορολογία προφανώς, θα πρέπει να καταργηθεί κι αυτή. Η φορολογία είναι κλοπή και δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για τη συνέχιση αυτής της κλοπής. Η κατάργηση όλων των φόρων θα προκαλέσει μια άμεση και γρήγορη ώθηση της ανάπτυξης σε ολόκληρη την οικονομία, καθώς τα χρήματα που σπαταλούνταν μέχρι πρότινος από άχρηστους γραφειοκρατες θα χρησιμοποιηθούν για παραγωγικές χρήσεις. Φανταστείτε πόσο θα ωφελούσε την προσωπική σας ευημερία ο διπλασιασμός του πραγματικού σας εισοδήματος μέσα σε μια μέρα, ενα φαινόμενο που θα δημιουργούσε η άμεση κατάργηση όλων των φόρων για όλους. Παρόμοια θα ήταν και η βελτίωση του κλίματος για ολόκληρη την οικονομία. Καθώς το πραγματικό εισόδημα για κάθε παραγωγικό πολίτη θα ανέβαινε, θα δημιουργούσε απότομη αύξηση τόσο της κατανάλωσης όσο και των επενδύσεων. Η αυξημένη κατανάλωση θα σήμαινε μεγαλύτερη ζήτηση για προϊόντα και υπηρεσίες και οι αυξημένες επενδύσεις θα παρείχαν τη δομή κεφαλαίου που θα ήταν απαραίτητη για την ικανοποίηση αυτής της ζήτησης. Θα κυκλοφορούσαν νέα προϊόντα θα δημιουργούνταν νέες θέσεις εργασίας και θα αυξανόταν το γενικό βιοτικό επίπεδο. (Είναι αλήθεια ότι και η κυβέρνηση δαπανά και επενδύει φορολογικά έσοδα, αλλά κατανέμει πάντα αυτά τα έσοδα με διαφορετικό και σίγουρα πιο αναποτελεσματικό τρόπο από τον τρόπο με τον οποίο θα τα είχαν κατανείμει οι νόμιμοι ιδιοκτήτες τους, με αποτέλεσμα τη στρέβλωση της αγοράς.

Οι κυβερνητικοί υπάλληλοι εάν θέλουν να εργαστούν θα πρέπει να βρουν δουλειές σε ιδιωτικές επιχειρήσεις . Υπάρχουν δύο ειδών κυβερνητικοί υπάλληλοι – εκείνοι των οποίων οι υπηρεσίες θα είχαν ζήτηση και στην ελεύθερη αγορά (καθηγητές, γραμματείς, πυροσβέστες κλπ.) και εκείνοι που δεν ασκούν καμία χρήσιμη λειτουργία, απλά διατηρούν ζωντανή τη λειτουργία του κυβερνητικού μηχανισμού όπως νομοθέτες, φοροσυλλέκτες, γραφειοκράτες, πολιτικοί κλπ.. Οι πρώτοι θα μπορούσαν να εργαστούν άμεσα σε μια ελεύθερη κοινωνία. Ένας δασοφύλακας θα μπορούσε να βρει δουλειά στο ιδιωτικοποιημένο πάρκο που θα διαχειριζόταν από μια ιδιωτική εταιρεία για το κέρδος ενώ οι καλύτεροι δικηγόροι και δικαστές θα μπορούσαν να πουλήσουν τις υπηρεσίες τους σε ελεύθερους οργανισμούς διαιτησίας επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά, όσοι είχαν περάσει τη ζωή τους ως εφοριακοί θα έπρεπε να αλλάξουν σταδιοδρομία για να επιβιώσουν κάνοντας ακόμα και δουλειές του ποδαριού όπως σκαπανείς ή κουβαλητές κι αυτό θα αποτελούσε μιας μορφής ποινή επειδή όλα τα προηγούμενα χρόνια επιβίωναν παρασιτικά δίνοντας διαταγές σε άλλους

Η μετάβαση σε μια ελεύθερη κοινωνία θα απαιτούσε μεγάλες προσαρμογές στη ζωή πολλών ανθρώπων. Εντούτοις είναι καταπληκτικό το πόσο γρήγορες και αποτελεσματικές είναι οι προσαρμογές σε μια κατάσταση ελεύθερης αγοράς. Όταν κάποιοι άντρες θέλουν να πουλήσουν τις υπηρεσίες τους και κάποιοι άλλοι θέλουν να τις αγοράσουν, τίποτα δεν μπορεί να τους εμποδίσει να επιτύχουν μια αμοιβαία επωφελή ανταλλαγή, εκτός από την βίαια παρέμβαση μιας κυβέρνησης. Έτσι, ενώ η γέννηση μιας ελεύθερης κοινωνίας θα έφερνε πολλές προσωρινές δυσκολίες, η περίοδος προσαρμογής θα ήταν αρκετά σύντομη και μετά από αυτή, όλοι θα ζουν καλύτερα από πριν υπό καθεστώς κυβέρνησης (με την πιθανή εξαίρεση κοινωνικών παρασίτων όπως πρόεδροι, γενικοί Σύμβουλοι οι υπάλληλοι Βουλής κτλ).

Αλλά τι θα γινόταν σε μια τέτοια περίπτωση με κυβερνητικές υποχρεώσεις όπως πχ το εθνικό χρέος; Ποιος θα αναλάμβανε να τις καλύψει; Όσοι κάνουν αυτή την ερώτηση δεν έχουν αντιληφθεί τι σημαίνει «κυβερνητικές υποχρεώσεις». Η κυβέρνηση είναι μια οργάνωση που για να διατηρηθεί στην εξουσία, δανείζεται χρήματα, χορηγεί ειδικά προνόμια και δίνει υποσχέσεις σε ορισμένες ομάδες και άτομα. Για να πληρώσει τα χρέη της και να τηρήσει τις υποσχέσεις της ληστεύει τους πολίτες μέσω της φορολογίας. Οι πολίτες ως θύματα της ληστείας δεν είναι υποχρεωμένα να δώσουν τα χρήματά τους για να ξεπληρώσουν τα χρέη μιας συμμορίας στις προσπάθειές της να συνεχίσει να τους κυβερνά. Καμία υποχρέωση του κράτους δεν είναι ηθικά δεσμευτική για τους πολίτες-υπηκόους. αυτής της κυβέρνησης. Όσοι δάνεισαν εθελοντικά την κυβέρνηση ήταν υπαίτιοι για την υποστήριξη των δραστηριοτήτων της και δεν δικαιούνται επιστροφή χρημάτων.

Φυσικά, πολλοί που έχουν «δανείσει» χρήματα στην κυβέρνηση, αναμένοντας να τους επιστραφούν αργότερα, δεν είχαν άλλη επιλογή στο θέμα (η κοινωνική ασφάλιση είναι το πρωταρχικό παράδειγμα αυτού του σημείου). Πολλοί είναι αυτοί που δεν έχουν καταβάλει εθελοντικά τα χρήματα τους στα κυβερνητικά ταμεία για να πάρουν στο μέλλον μια σύνταξη. Αυτοί οι άνθρωποι είναι από τα πιο τραγικά θύματα της κατάργησης της κυβέρνησης. Αλλά η συνέχιση της συλλογής χρημάτων με τη βία για να πληρωθούν αυτοί απλώς θα διαιωνιζε το σύστημα που τους υποδούλωσε. Σε μια νεοσύστατη ελεύθερη κοινωνία, αυτοί οι άνθρωποι θα πρέπει είτε να βρουν δουλειές (που θα είναι άφθονοι μετά την περίοδο προσαρμογής) είτε να εξαρτώνται από την ιδιωτική φιλανθρωπία. Αυτό μπορεί να φαίνεται σκληρό, αλλά είναι πολύ λιγότερο σκληρό από αυτό που θα τους συμβεί αν η κυβέρνηση συνεχίσει να μας οδηγει σε οικονομική κατάρρευση και μαζική λιμοκτονία.

Όταν εξετάζουμε τις δυσκολίες που θα υποστούν άτομα όπως οι αποδέκτες της κοινωνικής Ασφάλισης κατά τη μετάβαση σε μια ελεύθερη κοινωνία, είναι καλό να θυμόμαστε ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους είναι ως ένα βαθμό ένοχοι για παθητική συγκατάθεση στις πολιτικές της δράσεις. Αν είχαν διαμαρτυρηθεί εγκαιρα, δεν θα αντιμετωπίζαν αυτήν την κυβερνητικά προκαλούμενη κρίση σήμερα. Άνθρωποι που συναινούν με ειλικρίνεια σε λάθη επειδή κανείς άλλος δεν τους αντιτίθεται, αντί να εντοπίζουν και να καταδικάζουν τις φθορές, γεμίζουν μια δεξαμενή κακουχιών. Αν το φράγμα σπάσει και είναι κατακλυσμένα από την πλημμύρα, δεν πρέπει να είναι πολύ έκπληκτοι. Οι κακουχίες, εξάλλου, οφείλονται εν μέρει στην ενοχή τους για συναίνεση.

Μια από τις σημαντικότερες απορίες σχετικά με την κατάργηση της κυβέρνησης είναι τι θα γίνει με τον κυβερνητικό πλούτο και την περιουσία. Όσον αφορά τον χρηματικό πλούτο, αυτό δεν είναι πρόβλημα καθώς η κυβέρνηση δεν έχει τίποτα άλλο παρά χρέος. Ωστόσο, η κυβέρνηση διαθέτει ένα τεράστιο χαρτοφυλάκιο ακινητης περιουσίας με τη μορφή γης, κτιρίων, δρόμων, στρατιωτικών εγκαταστάσεων, σχολείων, επιχειρήσεων όπως το Ταχυδρομείο, το Νομισματοκοπείο, φυλακές , βιβλιοθήκες κλπ. Αν και αυτά διοικούνται από γραφειοκράτες, δεν ανήκουν στην πραγματικότητα σε κανέναν αφού τίποτα δεν μπορεί να ανήκει σε ένα αφηρημένο κοινωνικό σύνολο όπως «ο λαός» αλλά ούτε και στη κυβέρνηση. Όπως ένας κλέφτης δεν έχει την νόμιμη κυριότητα σε ό,τι έχει κλέψει έτσι και η κυβέρνηση δεν έχει την νόμιμη κυριότητα επί της «δημόσιας περιουσίας».

Η «δημόσια περιουσία» είναι στην πραγματικότητα άκτητη δυνητική περιουσία που μπορεί να οικειοποιηθεί από τον καθένα.

Τίποτα δεν ανήκει δικαίως στη κυβέρνηση και θα ήταν απολύτως νόμιμο για οποιονδήποτε να πάρει στην κατοχή του οποιοδήποτε κομμάτι της «δημόσιας περιουσίας» από τη στιγμή που η κυβέρνηση έχει γίνει αρκετά αδύναμη για να τον αποτρέψει με τη βία. Ένας άνθρωπος που οικειοποιείται ένα κομμάτι πρώην «δημόσιας περιουσίας» θα μπορούσε να θεωρείται ο νόμιμος ιδιοκτήτης αυτής της περιουσίας.

Πολλοί λένε ότι η διαδικασία διάθεσης της «δημόσιας περιουσίας» θα πρέπει να γίνει με πώληση τους στον πλειοδότη, αντί να διεκδικηθεί από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο και τα χρήματα που εισπράττονται κατ ‘αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν στη συνέχεια να επιστραφούν στους φορολογούμενους με τη μορφή επιστροφών φόρου εισοδήματος.

Εντούτοις, θα ήταν σχεδόν αδύνατο να ιδιωτικοποιηθεί ένα μεγάλο μέρος της δημόσιας περιουσιας καθώς τα χρήματα από τις πωλήσεις «δημόσιας ιδιοκτησίας» θα μπορούσαν να κλαπούν εύκολα. Λαμβάνοντας ένα μεγάλο ποσό χρημάτων, ένας πολιτικός θα μπορούσε να τα κρατήσει δικά του, χωρίς να έχει λόγω αξιώματος φόβο ποινής. Δεύτερον, αυτό το σύστημα είναι σίγουρα προκατειλημμένο υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων και των πλούσιων ατόμων. Αυτό δεν θα ήταν απαράδεκτο εάν οι πλούσιοι ήταν πλούσιοι λόγω της δικής τους αξίας και οι φτωχοί ήταν φτωχοί μόνο λόγω της ανικανότητας και της τεμπελιάς τους, όπως θα συνέβαινε σε μια μακρόχρονη ελεύθερη κοινωνία. Όμως, στην κυβερνητικά ελεγχόμενη κοινωνία, πολλοί από τους φτωχούς είναι φτωχοί επειδή η γραφειοκρατική παρέμβαση και η φορολογία τους στερούν την ευκαιρία να πλουτίσουν, και πολλοί από τους πλούσιους είναι πλούσιοι εξαιτίας του πολιτικών διασυνδέσεων που έχουν.

Τέλος, η πώληση «δημόσιας περιουσίας» στον υποψήφιο με υψηλότερη προσφορά θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα μακρόχρονη καθυστέρηση, προτού πολλά από τα ακτητα περιουσιακά στοιχεία μπορέσουν να τεθούν σε παραγωγική χρήση. Αυτή η καθυστέρηση θα καθιστούσε τη μεταβατική περίοδο σε μια ελεύθερη κοινωνία μεγαλύτερη και δυσκολότερη, καθώς η καθυστέρηση στην παραγωγή σημαίνει καθυστέρηση στις διαθέσιμες θέσεις εργασίας και σε παραγωγή προϊόντων για κατανάλωση. Και φυσικά, οι πολιτικοί θα προσπαθούσαν να διατηρήσουν την διαδικασία πώλησης επ ‘αόριστον, προκειμένου να παρατείνουν την εξουσία τους και θα καθιστούσαν έτσι πιο δύσκολο την αποκρατικοποιηση της.

Από ηθικής άποψης, τα αντικείμενα που δεν ανήκουν σε κανέναν δεν μπορούν να πωληθούν δικαιολογημένα, ούτως ή άλλως. Η πώληση είναι ένας τρόπος διάθεσης περιουσίας, από τον ιδιοκτήτη σε τριτο. Αν κάτι δεν είναι ιδιοκτησία κάποιου, δεν μπορεί να πωληθεί. Και η «δημόσια ιδιοκτησία» λόγω του ότι δεν ανήκει σε κανέναν, ούτε στο λαό, ούτε και στους πολιτικούς δεν μπορεί να πωληθεί.

Έχει λεχθεί ότι αν «δημόσια περιουσία» διεκδικηθεί από τον οποιονδήποτε, θα υπήρχε μια πληθώρα αντιφατικών αξιώσεων και, ενδεχομένως, βίας και αιματοχυσίας. Είναι αλήθεια ότι αυτό μπορεί να συμβεί αρχικά, ειδικά αν η κυβέρνηση χάσει την εξουσία της να κρατήσει όλα τα περιουσιακα στοιχεια στην κατοχή της. Ωστόσο οι κοινωνίες έχουν επιζήσει από τέτοιες ξαφνικές αυξημένες αξιώσεις σε κάποιο συγκεκριμένο πλούτο σε μικρότερη κλίμακα (η χρυσοθηρεία είναι ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα). Ενώ μπορεί να υπάρχει μια μεγάλη σύγχυση ή και αδικία στην αρχή, τα πράγματα θα διευθετηθουν σε αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα, ειδικά όταν υπάρχει ένα τεράστιο ποσό δυνητικών περιουσιακών στοιχείων προς διάθεση, όπως θα συμβαίνει με την άκτητη «δημόσια περιουσία». Εξάλλου μια τέτοια κατάσταση συγκρουόμενων αξιώσεων θα τονώσουν την ανάπτυξη υπηρεσιών ιδιωτικής επιχείρησης προστασίας, άμυνας και διαιτησίας. Αυτή η θετική παρενέργεια θα βοηθούσε τη νέα ελεύθερη κοινωνία να ξεκινήσει και να αποκτήσει την αναγκαία υποδομή γρήγορα.

Έχει επίσης διατυπωθεί η άποψη ότι εάν κάποιος μπορούσε να απαιτήσει οποιοδήποτε κομμάτι της πρώην «δημόσιας περιουσίας», πολλά πολύτιμα αντικείμενα θα μπορούσαν να διεκδικηθούν από τις ίδιους τους γραφειοκράτες. Είναι αλήθεια ότι αυτό μπορεί να συμβεί σε πολλές περιπτώσεις, αλλά και πάλι η ελεύθερη αγορά έχει την ικανότητα να τιμωρεί τους ανίκανους, αναγκάζοντας τους να χάσουν περιουσίες που δεν θα ήταν σε θέση να αξιοποιήσουν αποτελεσματικά. Αν ένας αλκοολικός ισχυριζόταν ότι κατέχει την κεντρικότερη πλατεία της χώρας τι θα έκανε με αυτή; Αν δεν είχε την ικανότητα να την εκμεταλλευτεί θα αναγκάζονταν να τη πουλήσει για αλκοόλ και κάποιος άλλος ικανότερος να την αξιοποιήσει προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Η αγορά σύντομα θα έφτανε σε μια κατάσταση μέγιστης παραγωγικότητας στην οποία θα υπήρχε αριστοκρατία.

Έτσι όλοι όσοι θα είχαν τις ικανότητες και την πρωτοβουλία θα είχαν και την ευκαιρία να κάνουν τις περιουσίες τους, ανεξάρτητα από την προηγούμενη κοινωνική και οικονομική τους κατάσταση. Αυτό το ευρέως διαδεδομένο σύστημα αξίωσης θα έδινε αξιόλογες ευκαιρίες στους φτωχούς και τα θύματα διακρίσεων.

Θα υπήρχαν σίγουρα δυσκολίες και προσωρινές κοινωνικές συγκρούσεις κατά τη μετάβαση στην ελεύθερη κοινωνία, αλλά θα μπορούσαν να ξεπεραστούν από τους ικανότερους ανθρώπους μέσω της ελεύθερης αγοράς όπως συμβαίνει και σήμερα. Με τη μετάβαση στη ελεύθερη κοινωνία θα υπήρχαν σύντομα νέες ευκαιρίες για όλους. Θα υπήρχαν περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας, καλύτερες αμοιβές, πληθώρα νέων ιδεών, εφευρέσεις και επιχειρηματικές ευκαιρίες και αμέτρητες πιθανότητες να πλουτίσει ο καθένας. Ο πληθωρισμός δεν θα μπορούσε να απειλήσει την κοινωνία, γιατί θα υπήρχε ένα υγιές νομισματικό σύστημα. Τα καταναλωτικά αγαθά θα πολλαπλασιαζονταν το βιοτικό επίπεδο θα εκτοξεύοταν και η απελπιστική και εξευτελιστική φτώχεια των σημερινών παραγκουπόλεων θα ήταν παρελθόν. Και το πιο σημαντικό από όλα, θα ήταν ότι υπήρχε ελευθερία. Κανείς δεν θα πλήρωνε φόρους δεν θα υπακούσε σε εκβιαστικους νόμους ούτε θα αναγκαζοταν να ζήσει τη ζωή του σύμφωνα με τα πρότυπα κάποιου κυβερνήτη.

Όσο η κοινωνία μας συνεχίζει να ελέγχεται από τη κυβέρνηση, αυτό που μπορούμε να αναμένουμε είναι μια σταθερή αύξηση των οικονομικών προβλημάτων, της ανεργίας, του πληθωρισμού, του εγκλήματος, της φτώχειας και της κατάρρευσης του κυβερνητικού νομισματικού συστήματος, προκαλώντας γενικευμένη πείνα. Μπορούμε επίσης να αναμένουμε μια σταθερή μείωση των κυβερνητικών μας «ελευθεριών» καθώς οι γραφειοκράτες θα αναζητούν όλο και περισσότερους τρόπους να μας «φροντίζουν» και να ασκούν εξουσία πάνω μας.

Μια ελεύθερη κοινωνία αξίζει τη σκέψη, την προσπάθεια και τον αγώνα μας για την επίτευξή της, γιατί η ελευθερία είναι η λύση σε όλα τα σημερινά κοινωνικά μας προβλήματα.

Morris Tannehill, market for liberty

Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια Ελευθερία

Δεν γίνεται να πιστεύεις στο «Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια» και να λατρεύεις το κράτος. Το κράτος με τη φορολογία καταστρέφει την εθνική οικονομία, με τα κρατικά σχολεία προσπαθεί να γίνει αυτό η κύρια θρησκεία και με τη νομοθεσία του προσπαθεί να αντικαταστήσει τον άντρα στην οικογένεια.

Το κράτος πάντα θα διαβρώνει αυτές τις 3 αυθόρμητες ιεραρχίες προκειμένου να κυριεύσει την κοινωνία. Ο υποστηρικτής της αυθόρμητης τάξης ΠΘΟ πρέπει να είναι οπωσδήποτε υπέρμαχος της ελεύθερης αγοράς και αντικρατιστής δηλαδή ελευθεριστής. (Αναλυτικά κεφ.10 Democracy the God that failed)

Ενάντια στους νόμους κατώτατων μισθών

Ένα πράγμα στο οποίο συμφωνούν τα δύο κόμματα εξουσίας είναι αυτό της αναγκαιότητας ύπαρξης νόμων κατώτατων μισθών, οι οποιοι νόμοι στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο από εκβιαστική ανεργία. Γιατί ένας νόμος που λέει σε κάθε εργοδότη ότι απαγορεύεται να προσλάβει οποιονδήποτε εργαζόμενο με μηνιατικο κάτω των 600€ έχει σαν συνέπεια να τον απαγόρευει να προσλάβει εργαζόμενους χαμηλής παραγωγικότητας. Ένας τέτοιος νόμος κατώτατου μισθού δεν συνεπάγεται όπως βλακωδως πιστεύουν πολλοί ότι όλοι οι πολίτες της χώρας θα παίρνουν άνω των 600€ μηνιατικο αλλά ότι όσοι δεν έχουν την παραγωγικότητα να πάρουν μηνιατικο άνω των 600€ θα πρέπει να μείνουν άνεργοι ή να «δουλέψουν μαύρα».
Κάθε επιβαλλόμενη τιμή από το κράτος προκαλεί έλλειψη αγαθών και αυτό ισχύει φυσικά και για τον κατώτατο μισθό. Μάλιστα όσο πιο ψηλά τίθεται ο πήχης τύπου κατώτατου μισθού τόσο μεγαλύτερη ζημιά προκαλεί στην κοινωνία. Ο ελεύθερος ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας, και όχι οι γραφειοκράτες και οι συνδικαλιστές, είναι αυτός που εξασφαλίζει το υψηλότερο επίπεδο μισθών. Χώρες της Βόρειας Ευρώπης χωρίς κατώτατο μισθό τυγχάνει να έχουν από τους καλύτερους μισθούς στον κόσμο. Από την άλλη ο διαρκώς αυξανόμενος κατώτατος μισθός στην Ελλάδα εδώ και 30 χρόνια όχι μόνο δεν πλούτισε τους Έλληνες εργαζόμενους αλλά τους έκανε φτωχότερους αφού οδήγησε σε μαζική ανεργία και συνέβαλλε στην αποβιομηχάνιση της χώρας.
Αυτό που απαιτείται λοιπόν για την κατάργηση της υψηλής ανεργίας στη χώρα είναι η κατάργηση των κατώτατων μισθών και η επαναφορά του δικαιώματος της διαπραγμάτευσης του μισθού από τους γραφειοκράτες του υπουργείου εργασίας και τους συνδικαλιστές στους ίδιους τους εργαζόμενους. Μόνο όπου υπάρχει ελεύθερη αγορά εργασίας υπάρχει πλεόνασμα προσφοράς θέσεων εργασίας και όπου υπάρχουν κενές θέσεις εργασίας εκεί υπάρχουν και τα καλύτερα μεροκάματα.

Υπέρ της οπλοκατοχής

Πολλοί πολίτες έχουν την πεποίθηση ότι μόνο η κυβέρνηση πρέπει να έχει οπλα επειδή οι άνθρωποι της κυβέρνησης είναι λιγότερο βίαιοι και πιο υπεύθυνοι για να τα χειριστούν από ότι είναι οι ιδιώτες πολίτες.
Ωστόσο η ιστορία μας έχει δείξει ότι οι υπάλληλοι των κυβερνήσεων ήταν πάντα πιο βίαιοι από τους πολιτες και ιδίως σε χώρες που είχαν επιβάλλει οπλοαπαγόρευση. Συνολικά μόνο στον 20ο αιωνα, 262 εκατομμύρια άνθρωποι σκοτώθηκαν αμεσα ή έμμεσα από τις κυβερνήσεις τους.
Αυτή η πρακτική δηλαδή η δολοφονία οποιουδήποτε ανθρώπου από την κυβέρνησή του είτε για λόγους εθνοτικης καταγωγής είτε για θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις ονονομάστηκε από τον καθηγητή πολιτικών επιστημών Rudolph Rummel ως  δημοκτονία.
Στην κορυφή της λίστας των δημοκτονιων βρίσκονται τρεις ηγέτες κομμουνιστικών καθεστώτων ο ΜάοΤσεΤουνγκ με 65 εκατομμύρια πολίτες ο Στάλιν με 20 εκατομμύρια και ο Λένιν με 9 εκατομμύρια πολίτες.
Είναι αξιοσημείωτο ότι πολλές κυβερνήσεις εφάρμοσαν πολιτικές οπλοαπαγορευσης προτού εφαρμόσουν δημοκτονικες πολιτικές (παραδείγματα στο άρθρο στο σχόλιο). Από την άλλη σε χώρες με υψηλά ποσοστά ιδιωτικής οπλοκατοχής όχι μόνο οι δημοκτονίες είναι ανύπαρκτες αλλά και η φορολόγηση είναι γενικά σε χαμηλά επίπεδα.
Σίγουρα είναι παράλογο να ισχυριστεί κάποιος ότι η οπλοαπαγόρευση σε μια χώρα οδηγει σε δημοκτονια ωστόσο είναι βέβαιο ότι όταν η κυβέρνηση μιας χώρας γίνει τυραννική και υπάρχει πιθανότητα να στραφεί δολοφονικά ενάντια στους πολίτες της τότε τα πυροβόλα όπλα στα χέρια πολιτών είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να την εμποδίσει.

Αντιμετώπιση του εγκληματος

Σε όλη την ιστορία, ο κύριος τρόπος αντιμετώπισης της επιθετικότητας (εγκληματικότητας) ήταν η τιμωρία. Παραδοσιακά, έχει κριθεί ότι όταν ένας άνθρωπος διαπράττει ένα έγκλημα κατά της κοινωνίας, η κυβέρνηση, ενεργώντας ως εκπρόσωπος της κοινωνίας, πρέπει να τον τιμωρήσει. Ωστόσο, επειδή η τιμωρία δεν βασίστηκε στην αρχή της διόρθωσης του λάθους, αλλά μόνο στο να κάνει τον εγκληματία «να πονέσει, ή να υποφέρει», δηλαδή στην εκδίκηση. Αυτή η αρχή της εκδίκησης εκφράζεται από το παλιό ρητό: «μάτι για μάτι, δόντι για δόντι», που σημαίνει: «Όταν καταστρέφεις μια αξία μου, θα καταστρέψω μια δική σου.»
Στις μέρες μας το ποινολογιο δεν κάνει πλέον τέτοιες απαιτήσεις. αντί για το μάτι ή το δόντι, παίρνει τη ζωή του εγκληματία, μέσω εκτέλεσης, ή μέρος της ζωής του, μέσω φυλάκισης, και τα περιουσιακά του στοιχεία, μέσω πρόστιμων. Όπως μπορεί εύκολα να δει κανείς, η αρχή της εκδίκησης είναι η ίδια και αναπόφευκτα οδηγεί σε σύνθετη απώλεια αξίας, πρώτα στον θύμα και στη συνέχεια στον εγκληματία. Επειδή η καταστροφή μιας αξίας που ανήκει στον εγκληματία δεν κάνει τίποτα για να αποζημιώσει το αθώο θύμα για την απώλειά που υπέστη, αλλά προκαλεί μόνο περαιτέρω καταστροφή αξίας, η αρχή της εκδίκησης αγνοεί και στην πραγματικότητα αντιτίθεται στη δικαιοσύνη.

Όταν ένας επιτιθέμενος προκαλεί την απώλεια, βλάβη ή καταστροφή αξιών ενός αθώου ανθρώπου, η δικαιοσύνη απαιτεί από τον επιτιθέμενο να πληρώσει για το έγκλημά του, όχι με απώλεια μέρους της ζωής του στην «κοινωνία», αλλά με αποπληρωμή του θύματος για την απώλειά του, συν όλα τα έξοδα που προκύπτουν άμεσα από την επιθετικότητα όπως πχ η δαπάνη για τη σύλληψη του επιτιθέμενου. Καταστρέφοντας τις αξίες του θύματος, ο επιτιθέμενος δημιούργησε ένα χρέος το οποίο οφείλει στο θύμα και το οποίο πρέπει να απαιτήσει από αυτόν το θύμα του. Με την αρχή της δικαιοσύνης σε λειτουργία, υπάρχει μόνο μία απώλεια αξίας. η απώλεια του θύματος, την οποία πρέπει να πληρώσει ο επιτιθέμενος που την προκάλεσε.

Υπάρχει άλλη μια πλάνη στην πεποίθηση ότι όταν ένας άνθρωπος διαπράττει ένα έγκλημα κατά της κοινωνίας, η κυβέρνηση, ενεργώντας ως πράκτορας της κοινωνίας, πρέπει να τον τιμωρήσει. Αυτή η πλάνη προκύπτει από την υπόθεση ότι η κοινωνία είναι μια ζωντανή οντότητα και ότι, ως εκ τούτου, μπορεί να διαπραχθεί έγκλημα εναντίον της. Μια κοινωνία όμως είναι το άθροισμα όλων των μεμονωμένων ατόμων που την αποτελούν. Ένα έγκλημα διαπράττεται πάντα εναντίον ενός ή περισσοτέρων προσώπων και δεν μπορεί να διαπραχθεί εναντίον αυτής της άμορφης ψευδοοντότητας που ονομάζεται «κοινωνία». Ακόμα κι αν κάποιο συγκεκριμένο έγκλημα τραυμάτισε κάθε μέλος μιας δεδομένης κοινωνίας, το έγκλημα θα εξακολουθούσε να διαπράττεται εναντίον ατόμων και όχι εναντίον της κοινωνίας, αφού κάθε άτομο είναι ξεχωριστή, ανεξάρτητη, ζωντανή οντότητα. Δεδομένου ότι ένα έγκλημα μπορεί να διαπραχθεί μόνο εναντίον ατόμων, ένας εγκληματίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οφείλει «χρέος προς την κοινωνία», ούτε μπορεί να «πληρώσει το χρέος του στην κοινωνία:» το μόνο χρέος που οφείλει είναι στο άτομο ή τα άτομα που έχουν υποστεί βλάβες.

Κάθε διαμάχη είναι μεταξύ θύτη και θύματος. όχι μεταξύ θύτη και κοινωνίας ούτε τα μέλη της κοινωνίας ως ομάδα έχουν άμεσο ενδιαφέρον για το θέμα. Είναι αλήθεια ότι όλα τα έντιμα μέλη μιας κοινωνίας έχουν γενικό συμφέρον να βλέπουν τους δράστες να προσέρχονται στη δικαιοσύνη και να αποθαρρυνονται από το να είναι επιθετικά. Το ενδιαφέρον αυτό, ωστόσο, δεν ισχύει για συγκεκριμένες πράξεις επιθετικότητας αλλά για τη συνολική κοινωνική δομή που είτε ενθαρρύνει είτε αποθαρρύνει πράξεις επιθετικότητας. Το ενδιαφέρον για τη διατήρηση δίκαιης κοινωνικής δομής δεν αποτελεί άμεσο συμφέρον για την επίλυση οποιασδήποτε συγκεκριμένης διαμάχης που περιλαμβάνει επιθετικότητα.

Επειδή τα εγκλήματα δεν μπορούν να διαπραχθούν κατά της κοινωνίας, είναι λάθος να θεωρούμε την κυβέρνηση ως εκπρόσωπο της κοινωνίας για την τιμωρία του εγκλήματος. Επίσης, η κυβέρνηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εκπρόσωπος των μεμονωμένων μελών της κοινωνίας, δεδομένου ότι τα άτομα αυτά δεν έχουν υπογράψει ποτέ σύμβαση που να χρήζει την κυβέρνηση ως πράκτορά τους. Επομένως, δεν υπάρχει κανένας έγκυρος λόγος για τον ορισμό των κυβερνητικών αξιωματούχων ως διαιτητών των διαφορών και ως διορθωτών αδικίας.

Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα είναι συνηθισμένοι στην κυβερνητική αντιμετώπιση του εγκλήματος, αλλά μια αμερόληπτη εξέταση των γεγονότων δείχνει ότι αυτό το κυβερνητικό σύστημα είναι στην πραγματικότητα εντελώς παράλογο.

Επειδή ούτε η «κοινωνία» ούτε η κυβέρνηση μπορούν να έχουν λογικό συμφέρον να φέρουν έναν συγκεκριμένο δράστη στη δικαιοσύνη, ποιος ενδιαφέρεται; Προφανώς, το θύμα – και δευτερευόντως, εκείνοι στους οποίους η ευημερία του θύματος αξίζει, όπως η οικογένειά του, οι φίλοι και οι επιχειρηματικοί συνεργάτες του. Σύμφωνα με την αρχή της δικαιοσύνης, όσοι έχουν υποστεί απώλεια από μια επιθετική πράξη θα πρέπει να αποζημιώνονται με έξοδα του επιτιθέμενου και ως εκ τούτου αυτοί που έχουν υποστεί την απώλεια έχουν συμφέρον να προσαγουν τον δράστη ενώπιον της δικαιοσύνης.

Τα μέτρα τα οποία μπορεί να λάβει ηθικά το θύμα για να φέρει έναν δράστη στη δικαιοσύνη και οι ακριβείς αποζημιώσεις που υποχρεούται να δώσει, βασίζονται στο δικαίωμα ιδιοκτησίας, το οποίο, με τη σειρά του, στηρίζεται στο δικαίωμα στη ζωή. Κάθε άνθρωπος είναι ιδιοκτήτης του σώματος του και έχει το ηθικό δικαίωμα να απωθει κάθε επιτιθέμενο που με πράξη βίας προσπαθεί να του τη στερήσει. Για παράδειγμα: Ας υποθέσουμε ότι ένας άνθρωπος βλέπει κάποιον να κλεβει το αυτοκινητο του. Σε αυτή τη περίπτωση εχει το ηθικό δικαίωμα να τον κυνηγήσει και να πάρει το αυτοκίνητο του πίσω ακόμα και με βία, δεδομένου ότι η προσωρινή κατοχή του αυτοκινήτου από τον κλέφτη δεν αλλάζει το γεγονός ότι είναι ιδιοκτησία του πρώην κατόχου του. Ο κλέφτης χρησιμοποίησε ένα υποκατάστατο της επιθετικής βίας όταν προσπάθησε να κλέψει το αυτοκίνητό από τον κάτοχο του και ο κάτοχος του είναι ηθικά δικαιολογημένος στη χρήση αντίποινης βίας για να το ανακτήσει.
Ακόμα και μετά από μήνες αν τον εντοπίσει έχει πάλι το ηθικό δικαίωμα να χρησιμοποιήσει αντίποινη βία να του το πάρει πίσω.
Ο κάτοχος του αυτοκινήτου έχει επίσης το δικαίωμα να αναθέσει την εύρεση του κλέφτη σε ντετέκτιβ, αλλά και να διεκδικήσει αποζημίωση για κάθε βλάβη που ο κλέφτης έχει προκαλέσει στο αμάξι του.

Συνοψίζοντας: η κατοχή ιδιοκτησίας δεν μεταβάλλεται εάν κλαπεί μια αξία, ούτε διαβρώνεται από το πέρασμα του χρόνου. Η κλοπή ή η καταστροφή της περιουσίας ενός άλλου προσώπου συνιστά πράξη καταναγκασμού και το θύμα έχει το ηθικό δικαίωμα να χρησιμοποιήσει αντίποινα για την ανάκτηση της περιουσίας του. Έχει επίσης το δικαίωμα να εισπράξει από τον επιτιθέμενο αποζημίωση για οποιεσδήποτε δαπάνες προκύπτουν από την επιθετικότητα. Εάν το επιθυμεί, το θύμα μπορεί να προσλάβει αντιπρόσωπο ή πράκτορα για να εκτελέσει οποιαδήποτε από αυτές τις ενέργειες αντ’ αυτού.

.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η επιθετικότητα συχνά βλάπτει όχι μόνο το θύμα αλλά και εκείνους που είναι στενά συνδεδεμένοι μαζί του. Για παράδειγμα, όταν ένας άνθρωπος επιτίθεται και τραυματίζεται σοβαρά, η οικογένειά του μπορεί να ζημιωθεί όπως επίσης και ο εργοδότης του ή οι σύντροφοί του ή η εταιρεία του ενδέχεται να υποστούν οικονομική ζημία. Όλη αυτή η καταστροφή της αξίας είναι ένα άμεσο αποτέλεσμα της παράλογης συμπεριφοράς του επιτιθέμενου και, καθώς οι πράξεις έχουν συνέπειες, ο επιτιθέμενος έχει την ευθύνη να αποζημιώσει για αυτές τις δευτερογενείς απώλειες, καθώς και για την πρωταρχική απώλεια που υπέστη το θύμα. Υπάρχουν πρακτικά όρια όσον αφορά το ύψος αυτών των δευτερευουσών αποζημιώσεων. Κατ ‘αρχάς, κανείς δεν θα έκανε τον κόπο να προβεί σε τέτοιο αίτημα, εκτός εάν οι αποζημιώσεις που ελπίζονταν να καταβληθούν ήταν αρκετά σημαντικές για να αντισταθμίσουν το κόστος, το χρόνο και την αναστάτωση της υποβολής της απαίτησης. Δεύτερον, το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων που μπορούν να εισπραχθούν περιορίζεται από την ικανότητα του επιτιθέμενου να πληρώσει και η πρώτη προσοχή δίνεται στο θύμα. Για λόγους απλότητας, μόνο η απώλεια του θύματος θα αντιμετωπιστεί εδώ, αλλά όλες οι αρχές και οι εκτιμήσεις που ισχύουν γι ‘αυτόν ισχύουν και για όσους έχουν υποστεί άμεση και σοβαρή απώλεια ως αποτέλεσμα της επιθετικότητας του θύτη.

Κατά τη διαδικασία αποζημίωσης από τον επιτιθέμενο, το θύμα (ή οι αντιπρόσωποί του) δεν μπορεί να καταστρέψει αξίες που ανήκουν στον επιτιθέμενο ή να λάβει περισσότερα από αυτόν από την αρχική περιουσία (ή ισοδύναμη αξία) συν το κόστος που προκαλείται από την επιθετικότητα. Αν το θύμα το πράξει, ο ίδιος ενοχοποιείται απέναντι στον επιτιθέμενο (εκτός αν, φυσικά, ο επιτιθέμενος έχει καταστήσει την καταστροφή αναπόφευκτη αρνούμενη να εγκαταλείψει την περιουσία του θύματος χωρίς αγώνα).
Εάν ο κατηγορούμενος επιτιθέμενος ισχυρίζεται ότι είναι αθώος ή ότι το ποσό των αποζημιώσεων που αξιώνει το θύμα είναι υπερβολικό, η διαφορά τότε μεταξύ τους θα απαιτούσε την επίλυση από εταιρεία διαιτησίας.

Σε μια ελεύθερη κοινωνία, οι ασφαλιστικές εταιρείες θα πωλούσαν ασφαλιστικές συμβάσεις που καλύπτουν τον ασφαλισμένο έναντι απώλειας αξίας μέσω επιθετικότητας (το κόστος της πολιτικής που βασίζεται στην αξία των καλυπτομένων αξιών και του ποσού του κινδύνου). Δεδομένου ότι οι επιτιθέμενοι θα πλήρωναν στις περισσότερες περιπτώσεις το μεγαλύτερο κόστος της επιθετικότητάς τους, οι ασφαλιστικές εταιρείες θα αποζημιώναν μόνο όταν ο επιτιθέμενος δεν μπορούσε να αναγνωριστεί ή να συλληφθεί ή πέθαινε προτού προβεί σε πλήρη αποζημίωση ή όταν οι αποζημιώσεις ήταν υπερβολικές για να είναι σε θέση να πληρώσει κατά τη διάρκεια της ζωής του. Οι εταιρείες θα ανακτούσαν μελλοντικά τις περισσότερες από τις ζημίες τους και υποθέτωντας ότι η επιθετικότητα θα ήταν πολύ λιγότερο συχνή σε μια ελεύθερη αγορά, το κόστος της ασφάλισης έναντι επιθετικότητας θα ήταν επίσης χαμηλό και σχεδόν όλοι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να καλυφθουν. Για το λόγο αυτό, θα ασχοληθούμε πρωτίστως με την περίπτωση ενός ασφαλισμένου που γίνεται θύμα επιθέσεων.

Αφού υπέστη την επιθετικότητα (υποθέτοντας ότι η άμεση αυτοάμυνα ήταν είτε αδύνατη είτε ακατάλληλη), το θύμα θα καλούσε το συντομότερο δυνατόν την ασφαλιστική του εταιρεία η οποία θα έστελνε αρχικά έναν ερευνητή για να καθορίσει την εγκυρότητα του αιτήματός του και την έκταση της απώλειας. Όταν διαπιστωνε το ποσό, η εταιρεία θα αποζημίωνε πλήρως το θύμα εντός των ορίων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Θα μπορούσε επίσης να ενεργήσει έτσι ώστε να ελαχιστοποιήσει τη προσωρινή δυσκολία του – π.χ., να του δανείσει ένα αυτοκίνητο έως ότου ανακτηθεί ή αντικατασταθεί το κλεμμένο του όχημα – προκειμένου να δείξει καλή θέληση στον πελάτη και να αυξηθούν οι πωλήσεις της.

Όταν θα είχε εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της η ασφαλιστική εταιρεία, όσον αφορά την αποζημίωση του θύματος, θα προσπαθούσε να εντοπίσει και να συλλάβει τον επιτιθέμενο προκειμένου να ανακτήσει τις απώλειές της. Σε αυτό το σημείο, το θύμα θα είχε απαλλαγεί από τυχόν περαιτέρω ευθύνες στην υπόθεση, εκτός από το ενδεχόμενο να εμφανιστεί ως μάρτυρας σε οποιαδήποτε ακρόαση διαιτησίας.
Εάν ήταν απαραίτητο, η ασφαλιστική εταιρεία θα χρησιμοποιούσε ντετέκτιβ για να εντοπίσει τον επιτιθέμενο. Είναι προφανές ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός ιδιωτικών επιχείρησεων άμυνας θα ήταν πολύ αποδοτικότερος στην διαδικασία επίλυσης εγκλημάτων και σύλληψης των επιτιθέμενων από ότι είναι τα σημερινά κυβερνητικά αστυνομικά τμήματα. Σε μια ελεύθερη αγορά, ο ανταγωνισμός ωθεί προς την αριστεία.

Μετά την καταδίκη του επιτιθέμενου, οι εκπρόσωποι της ασφαλιστικής εταιρείας θα του υπέβαλαν ένα λογαριασμό που θα κάλυπτε όλες τις ζημίες και τα έξοδα που προκάλεσε. Η προσέγγιση του από την ασφαλιστική θα ήταν ειρηνική καθώς η επιθετική βία είναι μια μη παραγωγική δαπάνη ενέργειας και πόρων και επομένως θα αποφεύγοταν από τις εταιρίες της ελεύθερης αγοράς όποτε ήταν δυνατόν. Αρχικά οι εκπρόσωποι της ασφαλιστικής εταιρείας θα επιχειρούσαν μια εκούσια διευθέτηση του εγκλήματος με τον κατηγορούμενο επιτιθέμενο. Εάν ήταν προφανώς ένοχος και το ποσό των ζητούμενων αποζημιώσεων ήταν δίκαιο, θα ήταν προς το συμφέρον του να συμφωνήσει σε αυτή τη διευθέτηση και να αποφύγει την αύξηση του και την επίλυσή της διαφοράς μέσω υπηρεσίας διαιτησίας, δεδομένου ότι το κόστος οποιασδήποτε διαιτησίας θα προστίθεται στο λογαριασμό του κάτι το οποίο θα ήταν ασυμφορο για αυτόν.

Εάν ο επιτιθέμενος κατηγορούμενος διεκδικούσε την αθώωση ή επιθυμούσε να αμφισβητηθεί το ποσό του λογαριασμού και ο ίδιος και οι εκπρόσωποι της ασφαλιστικής εταιρείας δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν, το θέμα θα έπρεπε να διευθετηθεί υποχρεωτικά από διαιτησία, όπως θα συνέβαινε και σε κάθε συμβατική διαφορά. Νομοθεσία που υποχρεώνει τους διαδίκους να υποβληθούν σε διαιτησία δεν θα ήταν απαραίτητη, δεδομένου ότι κάθε διάδικος θα έχει συμφέρον να χρησιμοποιήσει διαιτησία. Ούτε θα ήταν απαραίτητο να υπάρχει νομική προστασία για τα δικαιώματα όλων των εμπλεκομένων, διότι η δομή της ελεύθερης αγοράς θα τους προστάτευε. Για παράδειγμα, η ασφαλιστική εταιρεία δεν θα τολμούσε να ασκήσει κατηγορίες εναντίον ενός ανθρώπου εκτός εάν είχε πολύ καλά αποδεικτικά στοιχεία για την ενοχή του, ούτε θα τολμούσε να αγνοήσει οποιοδήποτε αίτημα υπέβαλε για διαιτησία. Εάν η ασφαλιστική εταιρεία έσφαλε ο κατηγορούμενος, ειδικά εάν ήταν αθώος, θα μπορούσε να τη κατηγορήσει, αναγκάζοντάς τη να μειώσει τις αρχικές της χρεώσεις ή / και να τον αποζημιώσει για ζημίες που υπέστη από αυτή. Δεν θα μπορούσε να αρνηθεί να υποβληθεί σε διαιτησία για τις κατηγορίες εναντίον του, διότι θα έβλαπτε τη δική του φήμη, και σε ένα πλαίσιο ελεύθερης αγοράς, στο οποίο η οικονομική επιτυχία εξαρτάται από την ατομική ή εταιρική φήμη, καμία εταιρεία δεν θα μπορούσε να αντέξει οικονομικά έχοντας τη φήμη της αναξιόπιστης και της άδικης

Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η ιδέα πως ένας άνθρωπος είναι αθώος μέχρι να αποδειχθεί ένοχος από δίκη της κριτικής επιτροπής μπορεί να είναι παράλογη και ενίοτε απολύτως γελοία. Για παράδειγμα, όταν ένας άνθρωπος διαπράττει μια δολοφονία με αυτόπτες μάρτυρες είναι ανόητο να προσποιείται ότι είναι αθώος μέχρι να μπορέσει μια κριτική επιτροπή να αποφανθεί επί του θέματος. Αν και το βάρος της απόδειξης υπόκειται πάντοτε στον κατηγορούμενο και ο κατηγορούμενος πρέπει πάντοτε να έχει το πλεονέκτημα της αμφιβολίας, ένας κατηγορούμενος δεν πρέπει να θεωρείται ούτε αθώος ούτε ένοχος μέχρις ότου υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να λάβει μια σαφή απόφαση και όταν υπάρχουν στοιχεία πρέπει να τεκμαίρεται ότι είναι ό, τι δείχνει το γεγονός ότι είναι. Η απόφαση διαιτητή είναι απαραίτητη μόνο όταν τα αποδεικτικά στοιχεία είναι ασαφή και / ή υπάρχει διαφωνία που δεν μπορεί να επιλυθεί χωρίς τη βοήθεια ενός αμερόληπτου τρίτου μέρους.

Ο κατηγορούμενος για επίθεση θα επιθυμούσε διαιτησία εάν ήθελε να αποδείξει την αθωότητά του ή αισθάνθηκε ότι είχε τιμωρηθεί υπερβολικά για την επιθετικότητά του, αφού χωρίς διαιτησία οι κατηγορίες εναντίον του θα έμοιαζαν όπως έγιναν και θα έπρεπε να πληρώσει το λογαριασμό. Με τη διαιτησία θα μπορούσε να αποδείξει την αθωότητά του και έτσι να αποφύγει την καταβολή αποζημιώσεων ή μέρος του ποσού των αποζημιώσεων. Εάν ήταν αθώος, θα ήταν ιδιαίτερα πρόθυμος για διαιτησία, όχι μόνο για να επιβεβαιώσει τη φήμη του αλλά και για να συλλέξει αποζημίωση από την ασφαλιστική εταιρεία για τη δυσφήμιση που του προκάλεσε.

Στην ελεύθερη αγορά δικαιοσύνης κάθε άτομο θα ήταν απόλυτα υπεύθυνο για τις δικές του πράξεις και κανένας δεν θα μπορούσε να κρυφτεί πίσω από τη νομική ασυλία όπως συμβαίνει με την κυβερνητική αστυνομία και τους κρατικούς φύλακες. Εάν κάποιος είχε φυλακιστεί αδίκως και αργότερα αποδεικνυόταν ότι ήταν αθώος, θα μπορούσε να απαιτήσει να αποζημιωθεί από την εταιρεία που τον κράτησε ενάντια στη θέλησή του χωρίς ύπαρξη καταδικαστικής απόφασης.
Έτσι, η ελεύθερη αγορά θα δημιουργούσε μια κοινωνία στην οποία ο ανορθολογισμός και η αδικία θα αποθαρρύνονταν αυτόματα και θα τιμωρούνταν δικαιότερα παρά την απουσία κυβερνητικής νομοθεσίας.

Η ασφαλιστική εταιρεία και ο επιτιθέμενος κατηγορούμενος, ως διαφωνούντα μέρη, θα επέλεγαν από κοινού έναν οργανισμό διαιτησίας (ή οργανισμούς, σε περίπτωση που επιθυμούν επανεξέταση) και θα δεσμεύονταν με συμβόλαιο να συμμορφωθούν με την απόφασή του. Σε περίπτωση που δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε ένα ενιαίο γραφείο διαιτησίας, ο καθένας θα μπορούσε να ορίσει τη δική του προτίμησή του και οι δύο οργανισμοί θα εκδίκαζαν την υπόθεση από κοινού και αν το αποτέλεσμα ήταν διαφορετικό θα υπέβαλαν την υπόθεση σε τρίτη διαιτησία που προηγουμένως επιλέχθηκε από αμφότερους για τελική διαιτησία, μια διαδικασία ίσως πιο δίκαια αλλά και πιο ακριβή.

Η ασφαλιστική εταιρεία θα μπορούσε να εξουσιοδοτήσει την υπηρεσία άμυνας που συνεργάζεται να φυλακίσει τον κατηγορούμενο επιτιθέμενο πριν και κατά τη διάρκεια της διαιτησίας (πράγμα που πιθανόν θα ήταν μόνο λίγες ημέρες, δεδομένου ότι οι εταιρείες διαιτησίας της ελεύθερης αγοράς θα ήταν πιο γρήγορες στην επίλυση διαφορών από την κυβέρνηση), αλλά θα έπρεπε να λάβουν υπόψη δύο παράγοντες. Πρώτον, εάν ο κατηγορούμενος αποδεικνυόταν αθώος, η ασφαλιστική εταιρεία θα του όφειλε αποζημίωση για την κράτηση του ενάντια στη θέλησή του. Ακόμη και αν κρινόταν ένοχος, θα μπορούσε να ζητήσει αποζημιώσεις αν του είχαν συμπεριφερθεί υπέρμετρα βίαια κατά τη σύλληψη και κράτηση διατί κάνεις δεν θα είχε την νομική ασυλία από τις συνέπειες των πράξεών του όπως συμβαίνει με τους αστυνομικούς και τους φύλακες της κυβέρνησης. Δεύτερον, η κατοχή ενός ανθρώπου είναι δαπανηρή – απαιτεί διαμονή διατροφή και φρουρούς. Για τους λόγους αυτούς, η προστατευτική εταιρεία θα περιόριζε τον κατηγορούμενο επιτιθέμενο όσο πιο οικονομικά γίνεται με αποκλειστικό σκοπό να μην διαφύγει μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης

Θα ήταν καθήκον του οργανισμού διαιτησίας να εξακριβώσει την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορούμενου και να καθορίσει το ποσό των οφειλόμενων αποζημιώσεων. Κατά τον καθορισμό της αποζημίωσης, οι διαιτητές θα λειτουργούσαν σύμφωνα με την αρχή ότι η δικαιοσύνη σε περίπτωση επιθετικότητας θα απαιτούσε από τον επιτιθέμενο να αποζημιώσει το θύμα για την απώλειά του στο μέτρο που είναι ανθρώπινως δυνατό. Δεδομένου ότι κάθε περίπτωση επιθετικότητας είναι μοναδική – με διαφορετικούς ανθρώπους, ενέργειες και περιστάσεις, οι αποζημιώσεις θα βασίζονταν στις συνθήκες κάθε περίπτωσης και όχι σε νομικά προηγούμενα. Αν και οι περιπτώσεις επιθετικότητας ποικίλλουν ευρέως, υπάρχουν διάφοροι παράγοντες απόδοσης οι οποίοι, σε διάφορους συνδυασμούς, καθορίζουν το ποσό της απώλειας αξίας και, συνεπώς, το μέγεθος των αποζημιώσεων.

Ένας βασικός παράγοντας για την αποζημίωση είναι το κόστος κάθε κλοπής, βλάβης ή καταστροφής των περιουσιακών στοιχείων. Ο επιτιθέμενος θα έπρεπε να επιστρέψει οτιδήποτε κλεμμένο αντικείμενο εξακολουθούσε να έχει στην κατοχή του. Αν αυτό είχε φθαρεί, θα έπρεπε να πληρώσει στο θύμα ένα χρηματικό ποσό ίσο με την αξία του, έτσι ώστε το θύμα να το αντικαταστήσει. Αν ο επιτιθέμενος είχε καταστρέψει ένα στοιχείο το οποίο δεν μπορούσε να αντικατασταθεί αλλά το οποίο είχε αγοραστική αξία (για παράδειγμα, ένα διάσημο έργο τέχνης), θα έπρεπε ακόμα να πληρώσει την αγοραία αξία του, εφόσον δεν θα μπορούσε να ξαναγοραστεί. Η αρχή εδώ είναι ότι, αν και η αξία δεν μπορεί ποτέ να αντικατασταθεί, το θύμα θα πρέπει τουλάχιστον να μην μείνει σε χειρότερη κατάσταση οικονομικά από ό,τι εάν είχε πουλήσει το συγκεκριμένο αντικείμενο. Η δικαιοσύνη θα απαιτούσε από τον επιτιθέμενο να αποζημιώσει το θύμα του όσο το δυνατόν πιο ανθρώπινα για αναντικατάστατα αντικείμενα.

Εκτός από το βασικό κόστος κλεμμένων και καταστραφέντων περιουσιακών στοιχείων, μια επιθετική πράξη μπορεί να προκαλέσει αρκετές πρόσθετες δαπάνες, για τις οποίες ο επιτιθέμενος θα ήταν υπεύθυνος να πληρώσει. Ένας επιτιθέμενος που είχε κλέψει το αυτοκίνητο ενός πωλητή θα μπορούσε να αναγκάσει τον πωλητή να χάσει τη δουλειά του – ένα πρόσθετο οικονομικό κόστος. Ένας εκβιαστής που επιτέθηκε και χτύπησε μια γυναίκα θα ήταν υπεύθυνος όχι μόνο για την πληρωμή ιατρικών λογαριασμών για όλους τους τραυματισμούς που της είχε προκαλέσει και για αποζημιώσεις για το χρόνο που θα μπορούσε να χάσει από την εργασία της, αλλά θα όφειλε επίσης στο θύμα του αποζημίωση για τον πόνο και την ταλαιπωρία της. Εκτός από όλα τα χρέη που οφείλονται στο κύριο θύμα, ο επιτιθέμενος μπορεί επίσης να οφείλει δευτερεύουσες αποζημιώσεις σε άλλους που θα είχαν υποστεί έμμεσα ζημιά λόγω του αδικήματος του (για παράδειγμα, στην οικογένεια ενός θύματος). Εκτός από αυτές τις δαπάνες που προκαλεί η ίδια η επιθετικότητα, ο επιτιθέμενος θα ήταν επίσης υπεύθυνος για κάθε λογικό κόστος που συνεπάγεται η σύλληψή του και για το κόστος διαιτησίας, το οποίο πιθανότατα θα πληρώνοταν από τον ηττημένο σε κάθε περίπτωση.

Δεδομένου ότι σκοπός του διαιτητικού οργάνου θα ήταν η λήψη δίκαιων αποφάσεων και δεδομένου ότι η δικαιοσύνη είναι το αντικείμενο στο οποίο θα ανταγωνίζοταν άλλες διαιτητικές εταιρείες στην αγορά, οι διαιτητές θα προσπαθούσαν να καθορίσουν τις αποζημιώσεις σε ένα δίκαιο επίπεδο, σύμφωνα με τις αγοραίες αξίες. Για παράδειγμα, αν η προστατευτική εταιρεία είχε εκτελέσει υπερβολικά υψηλό λογαριασμό κατά τη σύλληψη του επιτιθέμενου, οι διαιτητές θα αρνούνταν να χρεώσουν τον επιτιθέμενο για τα υπερβολικά έξοδα. Έτσι, η προστατευτική εταιρεία θα αναγκαζόταν να πληρώσει για τις δικές της κακές επιχειρηματικές πρακτικές αντί να «μεταβιβάσει το κόστος σε άλλους.

Σε περίπτωση που οι αποζημιώσεις ανέρχονταν σε ποσό περισσότερο από αυτό που θα μπορούσε να πληρώσει ο επιτιθέμενος κατά τη διάρκεια της ζωής του (για παράδειγμα, ένας ανειδίκευτος εργάτης που έβαλε πυρκαϊά εκατομμυρίων δολαρίων), η ασφαλιστική εταιρεία και οι τυχόν άλλοι αιτούντες θα διαπραγματεύονταν μια διευθέτηση για οποιοδήποτε ποσό εύλογα αναμενόμενο ώστε να μπορεί να πληρώσει με την πάροδο του χρόνου. Αυτό θα γινόταν επειδή δεν θα ήταν επιζήμιο για αυτούς να καθορίσουν αποζημιώσεις υψηλότερες από ό, τι ο επιτιθέμενος θα μπορούσε να πληρώσει και έτσι να τον αποθαρρυνουν από το να εργάζεται για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ένα μεγάλο ποσοστό του μισθού ενός εργαζομένου μπορεί να ληφθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να καταργηθεί εντελώς το κίνητρό του να ζει και να εργάζεται – σήμερα ο μέσος πολίτης πληρώνει πάνω από το ένα τρίτο του εισοδήματός του σε φόρους ισόβια, φόρους οι οποίοι θα ήταν ανύπαρκτοι σε μια ελεύθερη κοινωνία.

Πολλές αξίες που μπορούν να καταστραφούν ή να υποστούν βλάβη από την επιθετικότητα δεν είναι μόνο αναντικατάστατες, είναι επίσης και μη ανταλλάξιμες και έτσι δεν μπορεί να τους δοθεί χρηματική αξία. Παραδείγματα μη ανταλλάξιμων αξιών είναι η ζωή, ένα χέρι ή ένα μάτι, η ζωή ενός αγαπημένου προσώπου, η ασφάλεια ενός απαχθέντος παιδιού κλπ. Όταν αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα του καθορισμού του ποσού των αποζημιώσεων για μια μη ανταλλάξιμη αξία, πολλοί άνθρωποι αναρωτιούνται: «Πώς μπορεί να ορίσει κανείς μια τιμή σε μια ανθρώπινη ζωή;» Η απάντηση είναι ότι όταν μια υπηρεσία διαιτησίας αποζημιώνει για μια απώλεια ζωής, δεν προσπαθεί να βάλει μια νομισματική τιμή στη ζωή, όπως συμβαίνει και με μια ασφαλιστική εταιρεία που πωλεί ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής 20.000 δολαρίων. Απλώς προσπαθεί να αποζημιώσει το θύμα (ή τους επιζώντες του) στο μέγιστο δυνατό βαθμό υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες

Το πρόβλημα κατά τον καθορισμό αποζημιώσεων για απώλεια ζωής είναι ότι η ζημία συνέβη σε ένα είδος αξίας (μη ανταλλάξιμη) και η αποπληρωμή πρέπει να γίνει σε άλλο είδος (χρήμα). Αυτά τα δύο είδη αξιών είναι ασύμβατα και δεν μπορούν να μετρηθούν. Η αξία που έχει καταστραφεί όχι μόνο δεν μπορεί να αντικατασταθεί με μια παρόμοια αξία, αλλά ούτε μπορεί και να αντικατασταθεί με ένα ισοδύναμο χρηματικό ποσό, αφού δεν υπάρχει τρόπος να προσδιοριστεί τέτοιο ισοδύναμο ποσό. Όμως, η χρηματική πληρωμή είναι ένας πρακτικός τρόπος για να δοθούν συμβολικές αποζημιώσεις.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η δικαιοσύνη συνίσταται στην απαίτηση από τον επιτιθέμενο να αποζημιώσει τα θύματά του για τις απώλειές τους στο μέτρο που αυτό είναι εφικτό, αφού κανείς δεν μπορεί να αποζημιώσει απεριόριστα. Ακόμα και ένα κατεστραμμένο αντικείμενο που έχει αγοραία αξία δεν μπορεί πάντα να αντικατασταθεί (π.χ. έργο τέχνης). Όταν η δικαιοσύνη απαιτεί το αδύνατο το αποτέλεσμα είναι η δικαιοσύνη να καταστεί αδύνατη. Η απόρριψη του συστήματος αποζημιώσεων επειδή δεν μπορεί πάντα να αντικαταστήσει την καταστραφείσα αξία με ισοδύναμη αξία είναι σαν την απόρριψη ενός φαρμάκου επειδή ο ασθενής δεν μπορεί να αποκαταστήσει πλήρως την υγεία του. Η δικαιοσύνη, όπως και η ιατρική, πρέπει να είναι συμβιβαστική – δεν πρέπει να απαιτεί αυτό που είναι αδύνατο σε οποιοδήποτε δεδομένο πλαίσιο. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι πώς οι διαιτητές μπορούν να καθορίσουν μια τιμή για τη ζωή αλλά πώς μπορεί το θύμα να αποζημιωθεί αρκετά, στο μέτρο που είναι ανθρωπινως δυνατό, χωρίς να αδικήσει τον επιτιθέμενο απαιτώντας υπερβολικά αντισταθμιστικά οφέλη.

Προσπαθώντας να επιτύχει μια δίκαιη αποζημίωση, το γραφείο διαιτησίας θα ενεργούσε όχι ως δικαστής που εκδίδει ποινή, αλλά ως διαμεσολαβητής που επιλύει μια σύγκρουση στην οποία οι διαφωνούντες δεν μπορούν να επιλύσουν. Το υψηλότερο δυνατό όριο για το ποσό των αποζημιώσεων είναι, προφανώς, η ικανότητα του επιτιθέμενου να πληρώσει, χωρίς να στερηθεί το κίνητρό να ζει και να πληρώνει. Το χαμηλότερο όριο είναι το συνολικό ποσό της οικονομικής ζημίας που υπέστη (χωρίς αποζημίωση για μη ανταλλάξιμες αξίες οπως άγχος, δυσφορία και ταλαιπωρία). Η πληρωμή αποζημίωσης πρέπει να οριστεί κάπου μεταξύ αυτών των δύο άκρων. Η λειτουργία του οργανισμού διαιτησίας θα ήταν να βοηθηθούν οι διαφωνούντες να φθάσουν σε μια λογική τιμή ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα και όχι να προσπαθούν να καθορίσουν τη νομισματική αξία μη ανταλλάξιμων αξιών.

Αν και τα όρια μέσα στα οποία θα καθοριστεί η πληρωμή αποζημιώσεων για μια μη ανταλλάξιμη αξία η υπηρεσία διαιτησίας δεν θα μπορούσε να καθορίσει αυθαίρετα το ποσό των αποζημιώσεων σε οποιοδήποτε ποσό επιθυμούσε. Ένα γραφείο διαιτησίας θα ήταν μια ιδιωτική επιχείρηση που ανταγωνίζεται σε μια ελεύθερη αγορά και η δράση της ίδιας της αγοράς θα παρείχε κατευθυντήριες γραμμές και ελέγχους σχετικά με την «τιμή» της επιθετικότητας, όπως συμβαίνει και με οποιαδήποτε άλλη τιμή. Οποιαδήποτε επιχείρηση ελεύθερης αγοράς, συμπεριλαμβανομένου ενός οργανισμού διαιτησίας, μπορεί να επιβιώσει και να ευημερήσει μόνο όταν οι πελάτες την επιλέγουν έναντι των ανταγωνιστών της. Ένας οργανισμός διαιτησίας πρέπει να επιλεγεί και από τους δύο (ή όλους τους) διαμεσολαβητές σε μια υπόθεση, πράγμα που σημαίνει ότι το αρχείο του για την επίλυση προηγούμενων διαφορων παρόμοιου χαρακτήρα θα προσελκύει το ενδιαφέρον τόσο του καταγγέλλοντα όσο και του εναγόμενου. Οποιοσδήποτε οργανισμός διαιτησίας ο οποίος ορίζει σταθερά αποζημιώσεις υπερβολικά υψηλές ή πολύ χαμηλές κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας των πελατών και των δυνητικών πελατών του, θα έχανε γρήγορα το κύρος του. Κάθε εταιρεία θα έπρεπε είτε να προσαρμόσει τις πληρωμές για να ανταποκριθεί στην καταναλωτική ζήτηση είτε να φύγει από την αγορά. Με αυτόν τον τρόπο, οι υπηρεσίες διαιτησίας, των οποίων τα επίπεδα αποζημίωσης δεν ικανοποιούν τους καταναλωτές, θα χρεοκοπουσαν (όπως και κάθε άλλη επιχείρηση που δεν ικανοποιει τους πελάτες της). Οι εταιρείες διαιτησίας που θα επιθυμούσαν να παραμείνουν στην αγορά θα προσάρμοζαν τα επίπεδα αποζημιώσεων για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση των καταναλωτών. Σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, οι πληρωμές αποζημιώσεων για διάφορες μη ανταλλάξιμες ζημίες θα ήταν τυποποιημένες, όπως ακριβώς και τα τέλη για διάφορα είδη και ποσά ασφαλιστικής προστασίας.

Ο τρόπος με τον οποίο το ποσό των αποζημιώσεων μιας μη ανταλλάξιμης αξίας θα καθοριζόταν από τη δράση της ελεύθερης αγοράς είναι πολύ παρόμοιο με τον τρόπο με τον οποίο η αγορά καθορίζει οποιαδήποτε τιμή. Κανένα αγαθό ή υπηρεσία δεν έχει μια εγγενή νομισματική αξία ενσωματωμένη σε αυτό από τη φύση των πραγμάτων. Ένα εμπόρευμα έχει μια συγκεκριμένη χρηματική αξία επειδή οι αγοραστες είναι πρόθυμοι να το αγοράσουν και οι πωλητές να το πουλήσουν σε αυτή την τιμή . «Αξία» σημαίνει αξία για ανθρώπους που εμπορεύονται το εμπόρευμα στην αγορά. Όλοι οι έμποροι καθορίζουν σε ένα βαθμό ποια θα είναι η τιμή του. Με παρόμοιο τρόπο, οι άνθρωποι που θα αγόραζαν τις υπηρεσίες των εταιρειών διαιτησίας θα καθοριζαν τα επίπεδα των αποζημιώσεων – τα επίπεδα που θεωρούν δίκαια για αποζημίωση για διάφορες απώλειες. Είναι αδύνατον να προβλέψουμε, πριν από την ύπαρξη αυτής της αγοράς σε πιο σημείο ακριβώς θα καθοριστούν αυτά τα επίπεδα. Αλλά μπορούμε να δούμε, από τη γνώση του τρόπου λειτουργίας μιας ελεύθερης αγοράς, ότι αυτή θα τα καθορίσει σύμφωνα με τις επιθυμίες των καταναλωτών.

Κάθε αξίωση αποζημίωσης θα αποτελούσε πολύπλοκο συνδυασμό αποζημιώσεων για απώλειες διαφόρων ειδών ανταλλάξιμων και μη ανταλλάξιμων αξιών. Για παράδειγμα, αν ένας κακοποιός είχε χτυπήσει έναν άνθρωπο και του είχε κλέψει 100 ευρώ, ο επιτιθέμενος θα έπρεπε όχι μόνο να επιστρέψει τα 100 ευρώ αλλά και να πληρώσει τα ιατρικά έξοδα του θύματος, τα χαμένα κέρδη του, την αποζημίωση για πόνο και ταλαιπωρία και τις αποζημιώσεις για κάθε μόνιμο τραυματισμό του. Εάν το θύμα ήταν εργαζόμενος, ο επιτιθέμενος θα έπρεπε επίσης να πληρώσει την επιχείρηση για την απώλεια των υπηρεσιών του. Κάθε αξίωση αποζημίωσης είναι επίσης ένα εξαιρετικά ατομικό θέμα, διότι η καταστροφή του ίδιου πράγματος μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερη απώλεια για έναν άνθρωπο παρά για έναν άλλο. Ενώ η απώλεια ενός δακτύλου είναι τραγική για τον καθένα, είναι πολύ πιο τραγικό δυστύχημα για έναν επαγγελματία πιανίστα παρά σε έναν ποδοσφαιριστή. Λόγω της πολυπλοκότητας και της ατομικότητας των αιτήσεων αποζημίωσης, μόνο ένα σύστημα ανταγωνιστικών οργανισμών διαιτησίας ελεύθερης αγοράς μπορεί να λύσει ικανοποιητικά το πρόβλημα σχετικά με το τι συνιστά δίκαιη πληρωμή για τις ζημίες που προκαλούνται από την επιθετικότητα.

Η δολοφονία δημιουργεί ένα ιδιαίτερο πρόβλημα διότι αποτελεί πράξη επιθετικότητας η οποία, λόγω της φύσης της, καθιστά το θύμα ανίκανο να εισπράξει το χρέος που του οφείλει ο επιτιθέμενος. Παρ ‘όλα αυτά, ο επιτιθέμενος δημιούργησε ένα χρέος και ο θάνατος του πιστωτή – θύματος δεν ακυρώνει αυτό το χρέος ούτε τον απαλλάσσει από την πληρωμή. Αν ο επιτιθέμενος δεν σκότωσε, αλλά μόνο τραυμάτισε σοβαρά το θύμα, τότε οφείλει αποζημιώσεις για τραυματισμούς που υπέστη, χρόνο που χάθηκε από την εργασία, σωματική αναπηρία κλπ. Αν όμως το θύμα πέθανε από τους τραυματισμούς του πριν από την πληρωμή του χρέους, ο οφειλέτης προφανώς δεν θα απαλλάσσοταν την υποχρέωσή του.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε τι είναι το χρέος. Το χρέος είναι ιδιοκτησία που ανήκει ηθικά σε ένα άτομο αλλά το οποίο βρίσκεται στην πραγματική ή ενδεχόμενη κατοχή ενός άλλου. Δεδομένου ότι το χρέος που προκάλεσε η επίθεση εναντίον του θύματος θα ήταν ιδιοκτησία του αν είχε επιζήσει εκείνης της επίθεσης, ο θάνατός του τώρα ζημιώνει την ιδιοκτησία των κληρονόμων του.
Εκτός από το πρωταρχικό χρέος που οφείλεται στην κληρονομιά του θύματος, ο επιτιθέμενος οφείλει επίσης χρέη σε όλους εκείνους τους οποίους ο θάνατος του θύματος προκάλεσε άμεση και μείζονα απώλεια αξίας (όπως η οικογένειά του).
(Η μη καταβολή αποζημιώσεων σε κληρονόμους απλώς επειδή θα κληρονομήσουν και τις αποζημιώσεις που θα είχαν καταβληθεί στο θύμα αν είχε επιβιώσει, θα ήταν σαν να αρνείται να τους πληρώσει επειδή θα κληρονομήσει οποιοδήποτε άλλο μέρος της περιουσίας του θύματος.)

Αλλά ας υποθέσουμε ότι ένας επιτιθέμενος δολοφόνησε έναν άνθρωπο ο οποίος δεν είχε οικογένεια, φίλους ή ασφάλιση. Ο επιτιθέμενος πάλι θα όφειλε ακόμα χρέος σε πιθανους υποστηρικτές του θύματος. Ακόμα κι σαν δεν υπήρχε κληρονόμος, η περιουσία (συμπεριλαμβανομένου του χρέους που προκαλείται από την επιθετικότητα) γίνεται δυνητική περιουσία άνευ ιδιοκτήτη. Στην κοινωνία μας, μια τέτοια μη ιδιοκτήτη δυνητική ιδιοκτησία απαλλοτριώνεται αμέσως από την κυβέρνηση, όπως και πολλές άλλες αξίες. Μια τέτοια πρακτική μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο αν υποτεθεί ότι η κυβέρνηση (ή το «κοινό») είναι ο αρχικός και αληθινός ιδιοκτήτης όλων των περιουσιακών στοιχείων και ότι πολλοί οι άνθρωποι μέλη της κοινωνίας επιτρέπεται απλώς να κατέχουν περιουσίες χάριν της κυβέρνησης. Σε μια κοινωνία ελεύθερης αγοράς, ο μη κεκτημένος πλούτος θα ανήκε σε όποιο άτομο αποφάσιζε πρώτο να αξιώσει την κατοχή του. Όσον αφορά το χρέος που οφείλεται από έναν δράστη στην περιουσία του θύματός του, αυτό θα σήμαινε ότι όποιος τρίτος επιθυμούσε να αναλάβει την διερεύνηση του εγκληματος και την αναζήτηση του επιτιθέμενου και, αν ήταν απαραίτητο, αποδείκνυε την ενοχή του ενώπιον εταιρειών διαιτησίας, θα άξιζε να αποζημιωθεί. Αυτή η λειτουργία θα μπορούσε να εκτελεστεί από ένα άτομο, από έναν οργανισμό ειδικά συγκροτημένο για το σκοπό αυτό (αν και φαίνεται απίθανο να υπάρχουν αρκετές καταστάσεις αυτού του είδους για να υπάρξει τέτοιος οργανισμός), από μια προστατευτική ή μια ασφαλιστική εταιρεία. Οι ασφαλιστικές εταιρείες θα ήταν πιο πιθανό να αναλάβουν να αντιμετωπίσουν αυτό το είδος επιθετικότητας για να αποτρέψουν τη βία στο κοινωνία και να διαφημίσουν την φιλανθρωπική δράση της επιχείρησης τους.

Σε μια ελεύθερη κοινωνία όλοι θα είχαν όφελος να είναι ασφαλισμένοι. Ένας άνθρωπος που θα ήταν ανασφάλιστος δεν θα είχε πρόσβαση σε υπηρεσίες προστασίας και η έλλειψη προνοητικότητας του θα τον είχε βάλει στην μειονεκτική θέση να μην λαμβάνει άμεση αποζημίωση, αλλά να πρέπει να περιμένει έως ότου ο επιτιθέμενος του καταβάλει αποζημιώσεις (οι οποίες θα μπορούσαν να καθυστερήσουν, αν ο επιτιθέμενος δεν είχε τα χρήματα να πληρώσει άμεσα το χρέος και έπρεπε να το πληρώσει σε δόσεις). Ομοίως, θα διάτρεχε κίνδυνο να αναγκαστεί να παραιτηθεί από το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος της αποζημίωσής του εάν ο επιτιθέμενος δεν είχε συλληφθεί, ή είχε πεθάνει πριν μπορέσει να τον εξοφλήσει ή αν το χρέος ήταν υπερβολικό για να τον εξοφλήσει κατά τη διάρκεια της ζωής του. Επίσης, το ανασφάλιστο θύμα θα έπρεπε να αναλάβει όλα τα έξοδα καταδίκης του επιτιθέμενου και, εάν χρειαζόταν, της διαιτησίας, μέχρις ότου ο επιτιθέμενος να είναι σε θέση να τα καταβάλει.

Εκτός αυτών ένας ανασφαλιστος άνθρωπος θα είχε βάλει τον εαυτό του στην ταλαιπωρία να πρέπει να εντοπίσει και να συλλάβει ο ίδιος τον επιτιθέμενο ή (μάλλον) ή να προσλάβει μια εταίρα ντετέκτιβ για να το κάνει γι ‘αυτόν. Θα έπρεπε επίσης να κάνει ο ίδιος τις διαδικασίες για την εκδίκαση του για να αποζημιωθεί. Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, κάθε λογικός άνθρωπος θα θεωρούσε ότι η ασφάλιση έναντι επιθέσεων θα άξιζε τον κόπο και οι περισσότεροι άνθρωποι θα επέλεγαν εθελούσια να έχουν ασφαλιστική κάλυψη έναντι επιθετικότητας.

Morris Tannehill, Market for liberty

Ιδιοκτησία: το μέσο επίτευξης κοινωνικής ευημερίας

Τα περισσότερα κοινωνικά προβλήματα που βασανίζουν τις κυβερνήσεις σήμερα θα μπορούσαν να λυθούν αρκετά απλά με τον θεσμό της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Αυτό θα συνεπαγόταν την γενική αναγνώριση ότι η ιδιοκτησία είναι και πρέπει να είναι απόλυτη και όχι απλώς μια κυβερνητική άδεια σε κάποιον άνθρωπο που του επιτρέπει να κατέχει ή να διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία, εφόσον αυτός τηρεί ορισμένους νομικούς προορισμούς και καταβάλει «ενοίκιο» υπό τη μορφή φόρου ιδιοκτησίας. Όταν ένας άνθρωπος υποχρεούται να «νοικιάσει» το δικό του ακίνητο από την κυβέρνηση καταβάλλοντας φόρους περιουσίας σε αυτήν, του απαγορεύεται να ασκήσει πλήρως το ιδιοκτησιακό του δικαίωμά. Αν και κατέχει το ακίνητο, μετατρέπεται σε μισθωτής του, με την κυβέρνηση να γίνεται ιδιοκτήτης. Η απόδειξη αυτού είναι ότι αν δεν καταβάλει τους φόρους, η κυβέρνηση θα κατασχέσει την περιουσία του από αυτόν (παρόλο που είναι η περιουσία του και όχι της κυβέρνησης), ακριβώς όπως ένας σπιτονοικοκύρης κάνει έξωση σε έναν ενοικιαστή που δεν του πληρώνει το ενοίκιο. Ομοίως, εάν ένας άνθρωπος πρέπει να συμμορφώνεται σε νόμους που υπαγορεύουν τη χρήση ή τη συντήρηση της περιουσίας του, αυτό επίσης σημαίνει ότι απαγορεύεται να ασκήσει πλήρως το ιδιοκτησιακό του δικαίωμά. Επειδή ένας άνθρωπος πρέπει να χρησιμοποιήσει το χρόνο του – που είναι μέρος της ζωής του – για να αποκτήσει, να αξιοποιήσει και να συντηρήσει την ιδιοκτησία του, έχει το ηθικό δικαίωμα να την κατέχει και να την ελέγχει πλήρως, ακριβώς όπως έχει δικαίωμα να κατέχει και να ελέγχει πλήρως τη ζωή του. Κάθε φόρος ιδιοκτησίας και κανονισμός της κυβέρνησης απαγορεύει το άτομο να ελέγχει πλήρως την ιδιοκτησία του και συνεπώς και τη ζωή του. Για το λόγο αυτό, η φορολόγηση και η νομοθετική ρύθμιση της ιδιοκτησίας είναι πάντα ανήθικη. Η φορολογία είναι ληστεία και η επιβολή εξαναγκαστικών κανονισμών είναι δουλεία.

Σε μια κυβερνητικά ελεγχόμενη κοινωνία, δεν επιτρέπεται η απεριόριστη αξιοποίηση της ιδιοκτησίας, αφού η κυβέρνηση έχει την εξουσία να φορολογεί, να ρυθμίζει και μερικές φορές ακόμα και να κατασχέτει σχεδόν οτιδήποτε θέλει ενώ δεν επιτρέπει στους υπηκόους της να διαθέτουν τη κυριότητα σε πολλα πράγματα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ιδιωτικές ιδιοκτησίες.

Ιδιοκτησία θεωρείται οποιαδήποτε αξία ανήκει σε κάποιον άνθρωπο και έχει αποκτηθεί με παραγωγή, με ανταλλαγή, με δωρεά ή με οικειοποίηση (εφόσον δεν ανήκε προηγουμένως σε άλλον ιδιώτη). Σε μια ελεύθερη κοινωνία οτιδήποτε θα είχε αξία θα είχε και ιδιοκτήτη.

Μια αξια η οποία δεν βρίσκεται στην κατοχή ενός ιδιοκτήτη, είναι ακτητη και δεν μπορεί να αποκτηθεί από κάποιον απλώς με μια προφορική ή γραπτή δήλωση με την οποία την αξιώνει. Προφανώς, κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε μια πληθώρα αντιφατικών και μη εφαρμόσιμων αξιώσεων.

Εκτός από τη διατύπωση προφορικής απαίτησης, θα πρέπει να γίνει μια πράξη για να αποδειχθεί ότι η αξίωση έχει πραγματική βάση. Κάποιος άνθρωπος που θα ήθελε να οικειοποιηθεί ένα χωράφι που δεν έχει ιδιοκτήτη θα έπρεπε να το περιφράξει ή να κάνει εύκολα νοητό με κάποιον τρόπο ότι βρίσκεται υπό την κατοχή του.
Προφανώς, όσο καλύτερη η σήμανση που κάνει κανείς, τόσο λιγότερο πιθανό θα ήταν να έχει προβλήματα στο μέλλον από κάποιον που έχει μια αντικρουόμενη αξίωση.

Οι αντικρουόμενες αξιώσεις θα διευθετούνταν ενώπιον εταιρειών διαιτησίας. Δεδομένου ότι κανένας από τους διαμαρτυρόμενους δεν θα μπορούσε να πουλήσει να μισθώσει ή ακόμη και να ασφαλίσει την υπό αμφισβήτηση ιδιοκτησία του, αμφότερα τα μέρη θα υποχρεωνονταν να φέρουν το θέμα σε διαιτησία. Οι εταιρίες διαιτησίας της ελεύθερης αγοράς, προκειμένου να διατηρήσουν το κύρος τους στην αγορά, θα έπρεπε να λαμβάνουν δίκαιες αποφάσεις και οι αντισυμβαλλόμενοι να συμμορφώνονται με την απόφαση τους,

Από το γεγονός ότι θα μπορούσαν να προκύψουν αντιφατικές αξιώσεις που θα έπρεπε στη συνέχεια να διευθετηθούν από αμερόληπτες διαιτητικές εταιρείες προκύπτει το ερώτημα για το πόσο καλά θα έπρεπε να επισημανθεί ένα χωράφι για να τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός ενός ανθρώπου ότι είναι ο ιδιοκτήτης του.

Κάθε νέος ιδιοκτήτης που θα ήθελε την ιδιοκτησία του να είναι ασφαλής έναντι διεκδικήσεων από τρίτους, θα έπρεπε να την οριοθετεί με αρκετή σαφήνεια ώστε να αποδεικνύεται ο ιδιοκτησιακός ισχυρισμός του εν όψει όλων των πιθανών αντιφατικών αξιώσεων. Ας υποθέσουμε ότι ένας άνθρωπος διεκδικούσε χίλια στρέμματα γης σε μια δασική έκταση απλώς ανεγείροντας σημάδια σε κάθε μια από τις τέσσερις γωνίες του κι αργότερα, ένας φυσιολάτρης που ήθελε να ζήσει εκεί πήγαινε και περίφρασε δύο στρέμματα, εντός της έκτασης του αγρότη. Όταν θα έρχονταν σε διένεξη θα έθεταν το ζήτημα τους σε διαιτησία προς επίλυση και οι διαιτητές πιθανότατα θα αποφάσιζαν υπέρ του φυσιολάτρη, παρόλο που η οικειοποίηση του έγινε αργότερα διατί πιθανότατα θα θεωρούσαν ότι ο φυσιολάτρης δεν θα έπρεπε να είναι αναμενόμενο να γνωρίζει την ύπαρξη των τεσσάρων σημαδιών που κρύβονταν στο δάσος και κατά συνέπεια, η «οριοθέτηση» του χώρου από τον πρώτο διεκδικητή ήταν ανεπαρκής για να αποδείξει σαφώς τον ισχυρισμό του. Ομοίως, ένας αστροναύτης θα μπορούσε να προσγειωθεί στη Σελήνη, να φράξει 1 στρέμμα, και στη συνέχεια να ισχυριστεί ότι του ανήκει όλη η Σελήνη έξω από το φράκτη. Όμως καμία υπηρεσία διαιτησίας δεν θα αποφάσιζε υπέρ του γελοίου ισχυρισμού του εάν αυτός συναντούσε την αμφισβήτηση από μια άλλη ομάδα αστροναυτών που προσγειώνονταν στην άλλο σημείο της Σελήνης και δεν γνώριζαν τίποτα για την αξίωση του.

Διαφορετικά είδη απαιτήσεων θα καθορίζονταν από διαφορετικά είδη οριοθετήσεων και όλες οι αντιτιθέμενες αξιώσεις θα μπορούσαν να υποβληθούν σε διαιτητικές εταιρείες την εγκυρότητα των οποίων θα εξασφάλιζε ο ανταγωνισμός της ελεύθερης αγοράς.

Σε μια ελεύθερη κοινωνία, δεν θα υπήρχε κυβέρνηση να μονοπωλεί τον τομέα της εγγραφής των ιδιοκτησιακών αξιώσεων και ιδιωτικές ανταγωνιστικές εταιρείες εγγραφής αξιώσεων (υποθηκοφυλακεια) θα αναλάμβαναν αυτή τη λειτουργία, δεδομένου ότι θα ήταν μια υπηρεσία κοινωνικά ωφέλιμη. Αυτές οι εταιρείες θα τηρούσαν αρχεία τίτλων και θα προσέφεραν πιθανώς την πρόσθετη υπηρεσία εξασφάλισης ιδιοκτησιακού τίτλου (μια υπηρεσία που ήδη προσφέρεται από εξειδικευμένες ασφαλιστικές εταιρείες σήμερα). Η ασφάλιση τίτλου θα προστάτευε τον ασφαλισμένο από απώλειες που οφείλονται σε υφιστάμενα προβλήματα στον τίτλο του κομματιού γης που αγόραζε, όπως για παράδειγμα ένας κληρονόμος ενός αποθανόντος πρώην ιδιοκτήτη που εμφανιζόταν και αξίωνε μια έκταση λόγω κληρονομικότητας. Η ασφάλιση ιδιοκτησιακών τίτλων θα μείωνε ουσιαστικά τα προβλήματα των αντικρουόμενων αξιώσεων, δεδομένου ότι οι καταξιωμένες ασφαλιστικές εταιρείες καταγραφής τίτλων ιδιοκτησίας θα ήταν απίθανο να ασφαλίσουν έναν τίτλο χωρίς πρώτα να ελέγξουν εάν υπάρχει αμφισβήτηση από κάποιον. Σε μια ελεύθερη κοινωνία, η ασφάλιση τίτλου θα μπορούσε επίσης να προστατεύσει τον ασφαλισμένο από την απώλεια της περιουσίας του λόγω επιθέσεων ή απάτης που θα διαπράττονταν εναντίον του. Σε αυτή την περίπτωση, ο επιτιθέμενος θα αντιμετωπιζόταν με τον ίδιο τρόπο όπως οποιοσδήποτε άλλος επιτιθέμενος (ένα θέμα που θα καλύπτεται στα κεφάλαια 9 και 10).

Πιθανότατα θα υπήρχε πληθώρα εταιρειών που θα ανταγωνίζονταν στον τομέα της εγγραφής τίτλων και της ασφάλισης αυτών, οπότε αναμφισβήτητα θα ήταν στο συμφέρον τους να διατηρήσουν μια μηχανογραφημένη κεντρική λίστα των ιδιοκτησιακών τίτλων με τον ίδιο τρόπο που άλλοι οργανισμοί τηρούν σήμερα σε συνεργασία με ασφαλιστικές εταιρείες.

Επειδή θα υπήρχε ανταγωνισμός, οι ασφαλιστικές εταιρείες τίτλων θα έπρεπε να είναι εξαιρετικά προσεκτικές για να διατηρήσουν τη καλή φήμη των επιχειρήσεων. Κανένας τίμιος δεν θα έθετε σε κίνδυνο την αξία της περιουσίας του καταγράφοντάς την σε μια εταιρεία που είχε φήμη για ανέντιμες διαπραγματεύσεις. Εάν έκανε χρήση μιας κακής επιχείρησης, άλλα άτομα και επιχειρήσεις θα είχαν αμφιβολίες σχετικά με την εγκυρότητα του τίτλου του και θα ήταν απρόθυμοι να αγοράσουν την περιουσία του ή να δανείσουν χρήματα σε αυτόν. Σε μια ελεύθερη αγορά, οι επιχειρήσεις συνήθως θα ενεργούσαν με ειλικρίνεια, διότι θα ήταν προς το συμφέρον τους να το πράξουν. (Το ζήτημα των ανέντιμων εταιρειών θα εξεταστεί στο Κεφάλαιο 11)

H θεωρία του Locke υποστηρίζει ότι για να αποκτήσει ένας άνθρωπος μια άγνωστη αξία, είναι απαραίτητο να «αναμειγνύει την εργασία του με τη γη» προκειμένου να τη καταστήσει δική του. Αλλά αυτή η θεωρία αντιμετωπίζει δυσκολίες όταν κάποιος επιχειρεί να εξηγήσει τι σημαίνει «ανάμειξη της εργασίας με τη γη». Πόση εργασία απαιτείται να αναμειχθεί για το κάθε είδος ιδιοκτησίας; Εάν ένας άνθρωπος σκάψει μια μεγάλη τρύπα στη γη του και στη συνέχεια το γεμίζει ξανά, μπορεί να λεχθεί ότι έχει «αναμίξει την εργασία του με τη γη»; Ή μήπως είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί μια πιο μόνιμη αλλαγή στο εν λόγω κομμάτι γης; Αν ναι, ποιά θα είναι αυτή; Θα φυτέψει μερικά λουλούδια; Ή μήπως μεγάλα δέντρα θα ήταν πιο αποδεκτά; Ή θα ήταν απαραίτητο να υπάρχει κάποια βελτίωση στην οικονομική αξία της γης; Αν ναι, σε τι βαθμό και σε πόσο διάστημα θα γινόταν δεκτή; Θα ήταν αρκετή η φύτευση ενός μικρού κήπου στη μέση ενός οικοπέδου 500 στρεμμάτων, ή θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ολόκληρη έκταση; Θα έχανε τον τίτλο του στην διεκδικούμενη έκταση του αν αργούσε να κατασκευάσει έναν δρόμο και δεν προλάβαινε να βελτιώσει τη γη; Τι γίνεται αν αργούσε δέκα χρόνια; Και τι θα γινόταν με έναν φυσιολάτρη που θέλει να κρατήσει την έκταση του αναλλοίωτη για να μελετήσει την φύση;

Η πραγματοποίηση ορατών βελτιώσεων στη γη θα βοηθούσε σίγουρα στην ισχυροποίηση της αξίωσης μιας ιδιοκτησίας από έναν άνθρωπο αφού θα προσέφερε περαιτέρω αποδείξεις. Είναι επίσης αλήθεια ότι πολύ λίγα από την πιθανή οικονομική αξία των περισσότερων γηπέδων θα μπορούσαν να υλοποιηθούν χωρίς να γίνουν κάποιες βελτιώσεις (ακόμη και μια γραφική περιοχή άγριας φύσης πρέπει να έχει πχ δρόμους ή ελικοδρόμιο ώστε να είναι προσιτή στους τουρίστες πριν από την ύπαρξη κερδών. Αλλά η «ανάμειξη της εργασίας με τη γη» είναι μία πολύ αφηρημένη έννοια ώστε να χρησιμεύσει ως κριτήριο ιδιοκτησίας.

Έχει αντιταχθεί ότι η απλή ανάγκη να επισημανθούν τα όρια μιας πρόσφατα διεκδικούμενης περιουσίας θα επέτρεπαν σε λίγους φιλόδοξους ανθρώπους να αποκτήσουν πολύ περισσότερη ιδιοκτησία από ό, τι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν. Ωστόσο, είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν απαράδεκτο. Αν οι πρώτοι έμποροι ήταν φιλόδοξοι, γρήγοροι και έξυπνοι ώστε να αποκτήσουν ένα κομμάτι γης πριν από οποιονδήποτε άλλον, γιατί θα έπρεπε να εμποδιστούν να αποκομίσουν τα οφέλη των πράξεών τους και να αναγκαστούν να κρατήσουν το έδαφος αναξιοποίητο για κάποιον άλλο; Και αν ένα μεγάλο κομμάτι γης αποκτηθεί από έναν άνθρωπο ο οποίος είναι υπερβολικά ηλίθιος ή τεμπέλης για να το χρησιμοποιήσει παραγωγικά, άλλοι άνθρωποι πιο εργατικοί και πιο έξυπνοι, στα πλαίσια λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς, θα μπορούσαν να το αγοράσουν ή να το ενοικιάσουν από αυτόν με σκοπό τη παραγωγή πλούτου. Όταν κάθε κομμάτι γης μετατραπεί σε ιδιωτική ιδιοκτησία και η αγορά αφεθεί να λειτουργήσει ελεύθερα τότε κάθε ακίνητη αξία θα διατίθενται στις πιο παραγωγικές χρήσεις της και η τιμή της θα μειώνοταν στα επίπεδα της αγοράς

Τα άυλα περιουσιακά στοιχεία μπορούν επίσης να επισημανθούν με διάφορους τρόπους. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος μπορεί να διεκδικήσει μια ραδιοσυχνότητα διαβιβάζοντας την αξίωσή του για κυριότητα σε αυτή τη συχνότητα στην περιοχή που επιθυμεί (με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι κανένας άλλος δεν την κατέχει ήδη). Οι ιδέες με τη μορφή εφευρέσεων θα μπορούσαν επίσης να διεκδικηθούν καταγράφοντας όλες τις λεπτομέρειες της εφεύρεσης σε μια ιδιωτική «τράπεζα δεδομένων». Φυσικά, οσο πιο συγκεκριμένος είναι ο εφευρέτης στην περιγραφή της εφεύρεσης του, τις διαδικασίες σκέψης που ακολούθησε κατά την εργασία πάνω σε αυτή και τις ιδέες στις οποίες την έστησε, τόσο ισχυρότερη θα είναι η αξίωσή του και τόσο λιγότερη θα ήταν η πιθανότητα κάποιος άλλος να την διεκδικήσει με ψεύτικουε ισχυρισμούς βασισμένους σε κλεμμένα δεδομένα. Ο εφευρέτης, έχοντας καταχωρήσει την εφεύρεσή του για να αποδείξει την κυριότητά του για τις ιδέες του, θα μπορούσε στη συνέχεια να αγοράσει ασφάλιση (είτε από την τράπεζα δεδομένων είτε από ανεξάρτητη ασφαλιστική εταιρεία) κατά της μη εξουσιοδοτημένης εμπορικής χρήσης της εφεύρεσης του από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Η ασφαλιστική εταιρεία θα εγγυώταν τη διακοπή της μη εξουσιοδοτημένης εμπορικής χρήσης της εφεύρεσης και την πλήρη αποζημίωση του εφευρέτη για τυχόν οικονομικής του απώλειες. Αυτά τα ασφαλιστήρια συμβόλαια θα μπορούσαν να αγοραστούν για να καλύψουν ποικίλες χρονικές περιόδους, με τις πιο μακροπρόθεσμες να είναι ακριβότερες και τις πιο βραχυπρόθεσμες φθηνότερες.

Μια από τις κυριότερες διαφορές μιας κοινωνίας της ελεύθερης αγοράς σε σχέση με τη σημερινή θα μπορούσε να οφείλεται στο γεγονός πως οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί αξιοποιήσιμο θα ανήκε σε κάποιον ιδιοκτήτη. Στην σημερινή μας κοινωνία, υπάρχει μια τεράστια ποσότητα δυνητικής περιουσίας η οποία, στην πραγματικότητα, δεν ανήκει σε κανέναν. Τέτοιες μη κεκτημένες περιουσίες εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες 1) πράγματα που παραμένουν άχρηστα επειδή το νομικό σύστημα δεν αναγνωρίζει τη δυνατότητα να γίνουν ιδιωτική ιδιοκτησία και 2) η «δημόσια περιουσία».

Το απαρχαιωμένο σημερινό νομικό σύστημα, αναγνωρίζει ότι ένας άνθρωπος μπορεί να κατέχει ένα κομμάτι γης δίπλα στη θάλασσα, αλλά δεν αναγνωρίζει ότι μπορεί να κατέχει ένα κομμάτι γης μέσα στη θάλασσα. Όμως, εφόσον υπάρχει δυνατότητα να αξιοποιηθεί μια περιοχή μέσα στη θάλασσα όπως όταν επιχειρήσεις offshore εξορύσσουν πετρέλαιο, δεν υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος να μην μπορεί ένα τέτοιο κομμάτι γης να έχει ιδιοκτήτη και να είναι εκμεταλλεύσιμο. Με παρόμοιο τρόπο, οι πυθμένες των λιμνών και η ίδια η λίμνη, μπορούν να ανήκουν σε ένα ή και περισσότερα άτομα. Τα ποτάμια είναι επίσης δυνητικά περιουσιακά στοιχεία, όπως και ο εναέριος χώρος πάνω και γύρω από τις ιδιωτικές ιδιοκτησίες, και, επιπλέον, οι «διάδρομοι» του εναέριου χώρου που χρησιμοποιούν τα αεροσκάφη για να εκτελούν τις τακτικές τους πτήσεις.

Επομένως θα πρέπει να ληφθούν υπόψη νέοι κανόνες που θα διέπουν τα δικαιώματα, για παράδειγμα, του ιδιοκτήτη ενός τμήματος του ποταμού σε σχέση με τους ιδιοκτήτες τμημάτων του ίδιου ποταμού ανάντη και κατάντη του. Εάν ένας άνθρωπος μπορεί να κατέχει κάτι ως «πνευματική ιδιοκτησία» όπως ένα τραγούδι, σίγουρα θα πρεπε να μπορεί ένας άλλος να έχει και το δικό του ποτάμι. Το πρόβλημα δεν είναι ότι το απαρχαιωμένο νομικό σύστημα της κυβέρνησης σήμερα απαγορεύει τους ανθρώπους να έχουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα και τέτοιου είδους αξιώσεις. Σε μια ελεύθερη κοινωνία, ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να εξορύξει πόρους από τον πυθμένα ενός ωκεανού θα μπορούσε να διεκδικήσει το εν λόγω τμήμα του και να το χρησιμοποιήσει χωρίς να χρειαστεί να περιμένει έναν νομοθέτη να περάσει έναν νόμο που να το χαρακτηρίσει ιδιοκτησία του. Αυτό θα έληγε έναν τεράστιο φραγμό στην πρόοδο και στην παραγωγή πλούτου.

Ο άλλος τύπος «γκρίζας» δυνητικής ιδιοκτησίας είναι η λεγόμενη «δημόσια περιουσία». Η έννοια της «δημόσιας περιουσίας» υπάρχει από τοτε που οι βασιλιάδες ή οι τοπικοί φεουδάρχες είχαν δική τους όλη τη γη και όλοι όσοι υπάγονταν στη δικαιοδοσία τους είχαν απλώς επιτραπεί να κρατήσουν κομμάτια ως «επινοικίαση». Σταδιακά, καθώς η φεουδαρχία και η μοναρχία έδωσαν τη θέση τους στη δημοκρατία, μια τέτοια βασιλική ιδιοκτησία θεωρήθηκε ότι ανήκει «στον λαό» και διοικείται «για τον λαό» από την κυβέρνηση.

Η ιδιοκτησία συνεπάγεται το δικαίωμα χρήσης της αναλόγως της επιθυμίας του ιδιοκτήτη, και ο ιδιοκτήτης αυτός έχει το δικαίωμα να την προστατεύει από επίδοξους καταπατητές. Δεδομένου ότι ο βασιλιάς ήταν ένα άτομο, θα μπορούσε πραγματικά να ασκήσει τον έλεγχο του Ρέι της βασιλικής ιδιοκτησίας σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Αλλά «ο λαός» δεν είναι ένα άτομο – είναι απλώς το σύνολο όλων των ατόμων που τυχαίνει να ζουν σε μια συγκεκριμένη περιοχή σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Ως εκ τούτου, ο «λαός» δεν έχει μυαλό ή θέληση ή τις δικές του επιθυμίες. Δεν μπορεί να λάβει αποφάσεις για το πως να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει ένα ακίνητο. Η «δημόσια ιδιοκτησία» είναι, στην πραγματικότητα, μια μυθοπλασία.

Μια κυβέρνηση δεν μπορεί να είναι ηθικός και δίκαιος κάτοχος της «δημόσιας ιδιοκτησίας.» Η κυβέρνηση δεν παράγει τίποτα κι ο,τι κατέχει είναι αποτέλεσμα απαλλοτρίωσης. Δεν είναι σωστό να ονομάζουμε τον απαλλοτριωμενο ακίνητο πλούτο που καταλαμβάνει η κυβέρνησή ως ιδιοκτησία της, όπως δεν μπορούμε να θεωρούμε ότι ένας κλέφτης κατέχει δικαιωματικά τα κλοπιμαία του. Επομένως αν η «δημόσια ιδιοκτησία» δεν ανήκει ούτε «στον λαό» ούτε στην κυβέρνηση, δεν ανήκει στην πραγματικότητα σε κανέναν και είναι στην ίδια κατηγορία με οποιαδήποτε άλλη μη κατονομαζόμενη αξία. Μεταξύ των στοιχείων αυτής της «δημόσιας ιδιοκτησίας» είναι οι δρόμοι, οι πλατείες, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, όλα τα κυβερνητικά κτίρια και τα εκατομμύρια στρέμματα κυβερνητικών αναξιοποίητων εκτάσεων που αποτελούν τη μεγαλύτερη μερίδα γης στα δυτικά κρατη σήμερα.

Σε μια ελεύθερη κοινωνία, όλα τα περιουσιακά στοιχεία που προηγουμένως ανήκαν στην κυβέρνηση θα ανήκουν σε ιδιώτες και επομένως θα τίθενται σε παραγωγική χρήση. Η οικονομική άνθηση θα μπορούσε να φανεί από το ακόλουθο παράδειγμα: πρόσφατα, αρκετές εταιρείες προσπάθησαν να αναπτύξουν χαμηλού κόστους πηγές ενέργειας αξιοποιώντας την ενέργεια από ζεστά, υπόγεια ύδατα (γεωθερμία). Το υπέδαφος όμως αποτελεί «δημόσια περιουσία» και για αυτό οι επιχειρηματίες έχουν σταματήσει να επενδύουν επειδή δεν υπάρχουν νόμοι που να τους επιτρέπουν να διεξάγουν τέτοιες δραστηριότητες σε «δημόσια περιουσία».

Καθώς η ελεύθερη κοινωνία ωριμάζει, θα φτάσει τελικά σε μια κατάσταση στην οποία κάθε κομμάτι γης θα είναι ιδιωτική ιδιοκτησία. Σε αυτή τη διαδικασία διεκδίκησης «δημόσιας περιουσίας», τα σημερινά φτωχότερα κοινωνικά στρώματα θα έχουν πολλές ευκαιρίες να αποκτήσουν αγροτικές εκτάσεις γης αλλά και κτίρια σε πόλεις που προηγουμένως ανήκαν σε διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες. Αυτό θα τους έδινε ένα κίνητρο να σεβαστούν τους καρπούς της εργασίας τους αλλά και τους καρπού της εργασίας των συνανθρώπων τους.

Αυτή η κατάσταση της απόλυτης ιδιωτικής ιδιοκτησίας θα έλυνε αυτόματα πολλά από τα προβλήματα που μαστίζουν την παρούσα κοινωνία μας. Για παράδειγμα πολλοί φτωχοί που δεν θα διέθεταν ιδιοκτησία και δεν ήταν πρόθυμοι να δουλέψουν για να κερδίσουν αρκετά χρήματα για ενοικίαση σπιτιού, θα μπορούσαν να αποκτήσουν την δική τους ιδιοκτησία χωρίς μίσθωμα. Χωρίς ‘δημόσια ιδιοκτησία» το πρόβλημα της ανεργίας της φτώχειας και της αστεγίας θα αποτελούσε παρελθόν.

Η ιδιωτική ιδιοκτησία θα μείωνε επίσης τα ποσοστά εγκληματικότητας. Μια ιδιωτική εταιρεία που θα διέθετε δρόμους θα είχε συμφέρον να τους διατηρεί ασφαλείς προσλαμβάνοντας ιδιωτικούς φρουρούς για να τους περιφρουρούν. θα μπορούσε επίσης να ελέγχει τα στοιχεία των οδηγών με σύγχρονα συστήματα και να αποκλείει την είσοδο σε εγκληματίες, προλαμβάνοντας την εγκληματικοτητα.

Μια άλλη πτυχή της απόλυτης ιδιωτικής ιδιοκτησίας είναι ότι θα καθιστούσε περιττούς τους νόμους περί μετανάστευσης. Εάν όλα τα περιουσιακά στοιχεία ήταν πραγματικά ιδιωτικά, οποιοσδήποτε «μετανάστης» θα έπρεπε να έχει αρκετά χρήματα ή γνώσεις για να υποστηρίξει τον εαυτό του και να μπορέσει να πιάσει δουλειά, ή να έχει κάποιον γνωστό που θα τον βοηθούσε να ξεκινήσει. Δεν θα μπορούσε απλώς να περπατά στην «δημόσια ιδιοκτησία» και να περιπλανιέται, γιατί θα θεωρούνταν παράνομος καταπατητής. Εκείνοι που θα ήταν εξειδικευμένοι και φιλόδοξοι θα ερχόταν για δουλειά ενώ οι τεμπέληδες και οι απατεώνες θα το απέφευγαν. Αυτό θα ήταν ένα πολύ πιο δίκαιο και αποτελεσματικό σύστημα από το παρόν σύστημα «εθνικών ποσοστώσεων μεταναστών».

Το πρόβλημα της ρύπανσης θα ήταν επίσης πιο εύκολο να επιλυθεί. Αν κάποιος άνθρωπος κατέχει τον αέρα γύρω από το οικόπεδο του προφανώς δεν έχει το δικαίωμα να του τον μολύνει κανείς. Ομοίως, δεν έχει κανείς το δικαίωμα να πετάει λύματα σε ένα ποτάμι εάν δεν έχει μια σύμβαση που να διευκρινίζει ότι μπορεί να νοικιάσει τη χρήση του ποταμιού από τον ιδιοκτήτη του για τέτοιους σκοπούς (και η σύμβαση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει τη συγκατάθεση όλων εκείνων των ατόμων που ανήκουν σε τμήματα του ποταμού κατάντη του ιδιοκτήτη). Δεδομένου ότι η ρύπανση αποτελεί και σήμερα πρόβλημα σε πολλούς τομείς, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι όποιος αγοράζει ένα ακίνητο, με την πράξη αγοράς του, συναινει στο μέσο επίπεδο ρύπανσης κατά τη στιγμή της αγοράς του. Αρχικά, αυτό θα σήμαινε ότι οι υπάρχουσες εταιρείες δεν θα μπορούσαν να αυξήσουν το επίπεδο της ρύπανσης τους αλλά και ούτε θα μπορούσαν νέες εταιρείες να ρυπαίνουν χωρίς οικονομικές συνέπειες. Όμως καθώς οι μέθοδοι και οι συσκευές ελέγχου της ρύπανσης φθηναινουν, οι εγκατεστημένες εταιρείες θα προσπαθούσαν να μειώσουν ή και να εξαλείψουν τη ρύπανσή τους, ώστε να μην χάσουν τους υπαλλήλους τους σε νέες πιο σύγχρονες βιομηχανίες που θα λειτουργούσαν σε περιοχές χωρίς ρύπανση. Τα προβλήματα της ρύπανσης δεν θα μπορούσαν να συνεχίσουν να υπάρχουν σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον ελεύθερης αγοράς – ένα περιβάλλον το οποίο καταστρέφουν οι κυβερνήσεις.

Η απόλυτη ιδιοκτησία, αντίθετα με την τρέχουσα λαϊκή πεποίθηση, είναι και ο μόνος εφικτός τρόπος διατήρησης των φυσικών πόρων. Η διατήρηση των πόρων είναι ένα θέμα που διακατέχεται από ιδεοληψίες. Παραδείγματος χάριν, υποστηρίζεται ότι η αγορά σπαταλάει σπάνιους πόρους, αποκλείοντας έτσι τις μελλοντικές γενιές από τη χρήση τους. Αλλά με ποιο κριτήριο αποφασίζει κάποιος ποια χρήση πόρων είναι σωστή και ποια αποτελεί σπατάλη; Εάν είναι λάθος να χρησιμοποιούμε πόρους για να παράγουμε κάποια πράγματα που οι καταναλωτές επιθυμούν, ποιος είναι ο σωστός τρόπος να παραχθούν τέτοια αγαθά; Και αν πρέπει να συντηρηθούν οι φυσικοί πόροι για τις μελλοντικές γενιές, πώς θα μπορούν αυτοί οι πόροι κάποτε να χρησιμοποιηθούν, εφόσον κάθε μελλοντική γενεά εξακολουθεί να έχει θεωρητικά άπειρο αριθμό μελλοντικών γενεών που θα έπονται και για τις οποίες πρέπει θα πρέπει κι αυτή να συντηρήσει τους φυσικούς πόρους; Η μόνη ορθή λύση στο ζήτημα των σπάνιων πόρων είναι να αφήσουμε να αποφασίσουν για αυτούς οι ανθρώποι που συναλλάσσονται ελεύθερα σε μια ελεύθερη αγορά.

Αυτό θα διασφαλίσει ότι οι πόροι θα χρησιμοποιούνται με τον πιο παραγωγικό τρόπο και ότι χρησιμοποιούνται με το ρυθμό που επιθυμούν οι καταναλωτές. Εκτός αυτού, η τεχνολογία που εξελίσσεται ραγδαία σε μια ελεύθερη αγορά έχει τη τάση να ανακαλύπτει νέους φυσικούς πόρους συνεχώς. Αυτό σημαίνει συνεχή ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων και πολύτιμων πόρων, όπως για παράδειγμα τα κοιτάσματα φυσικού αερίου. Περιλαμβάνει επίσης την ανακάλυψη νέων τρόπων χρήσης μέχρι πρότινος άχρηστων πόρων για την διατήρηση ενός σπανιου πόρου. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι πολλές νέες χρήσεις του γυαλιού και του πλαστικού, μερικές από τις οποίες μπορούν να αντικαταστήσουν τον χάλυβα και άλλα μέταλλα που αποτελούν σπανιότερους πόρους.

Υπάρχει επίσης μια εσφαλμένη αντίληψη ότι για να αποφευχθεί η κατασπατάληση φυσικών πόρων είναι απαραίτητο να αφαιρεθεί ο έλεγχός τους από τα χέρια των «άπληστων καπιταλιστών» και να δοθεί σε «δημόσιους κυβερνητικούς αξιωματούχους». Το σφάλμα αυτής της άποψης γίνεται προφανές όταν εξετάζεται η φύση του ελέγχου που ασκείται από τους κυβερνητικούς αξιωματούχους.

Στο βαθμό που έχει τον έλεγχο ενός φυσικού πόρου (ή οτιδήποτε άλλο), ένας κυβερνητικός υπάλληλος έχει μια προσωρινή κυριότητα αυτού του όρου η οποία τελειώνει με το τέλος της θητείας του. Αν θέλει να αποκομίσει οφέλη από αυτόν, τον πόρο πρέπει να το κάνει όσο βρίσκεται ακόμα σε θέση εξουσίας. Ως εκ τούτου, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι είναι λογικό να έχουν τη τάση να σπαταλούν πιο βιαστικά οτιδήποτε ελέγχουν, εξαντλώντας το όσο το δυνατόν γρηγορότερα προτού φύγουν από την κυβέρνηση. Οι ιδιώτες ιδιοκτήτες ως μόνιμοι ιδιοκτήτες θα φρόντιζαν να είναι πολύ πιο προσεκτικοί για τη διατήρηση τόσο της σημερινής όσο και της μελλοντικής αξίας των φυσικών τους πόρων. Προφανώς, το καλύτερο δυνατό πρόσωπο για τη διατήρηση των σπάνιων πόρων είναι λοιπόν ο ιδιοκτήτης τους ο οποίος και έχει ατομικό συμφερον για την προστασία της επένδυσής του. Ο χειρότερος θεματοφύλακας των σπάνιων πόρων είναι κυβερνητικός αξιωματούχος που δεν έχει κανένα συμφέρον να τα προστατεύσει μακροπρόθεσμα ενώ αντίθετα έχει το άμεσο συμφέρον να τους λεηλατήσει εντός της διάρκειας της θητείας του.

Μεταξύ των πόρων που θα διατηρούνται καλύτερα στο πλαίσιο ενός συστήματος της απόλυτης ιδιοκτησίας είναι οι δασικές εκτάσεις και οι γραφικές τουριστικές περιοχές αναψυχής. Η ζήτηση των καταναλωτών θα στρέψει τις επιχειρήσεις της ελεύθερης αγοράς να παρέχουν πάρκα, κάμπινγκ, καταφύγια άγριων ζώων, περιοχές για κυνήγι, φυσικά τοπία για εξερευνήσεις ή τουρισμό κλπ.. Σε μια κοινωνία της ελεύθερης αγοράς η καταναλωτική ζήτηση θα έστρεφε τις επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν την γη αναλόγως, ώστε να προσφέρουν ανταγωνιστική εξυπηρέτηση προς αμοιβαίο όφελος.

Ένα σύστημα απόλυτης ιδιοκτησίας θα βασιζόταν στην ηθική απαίτηση του σεβασμού της ζωής του ανθρώπου ως ορθολογικού όντος, Όταν το δικαίωμα στην ιδιοκτησία δεν γίνεται κατανοητό και σεβαστό τότε τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονται. Στην πραγματικότητα, η ίδια η ζωή θα ήταν ανέφικτη αν δεν υπήρχε δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Το σύστημα της απόλυτης ιδιωτικής ιδιοκτησίας σε μια ελεύθερη κοινωνία – δηλαδή μια κοινωνία στην οποία το δικαίωμα στην ιδιοκτησία είναι κατανοητό και σεβαστό – θα παρήγαγε ένα ειρηνικό περιβάλλον στο οποίο η δικαιοσύνη θα ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση (όπως είναι σήμερα). Ένα περιβάλλον δικαιοσύνης βασίζεται στην ηθική αρχή «αξία για αξία» – ότι δηλαδή κανένας άνθρωπος δεν δικαιολογείται να λάβει αξία από άλλους χωρίς να δώσει αξία σε αντάλλαγμα (και αυτό περιλαμβάνει και πνευματικές αξίες, όπως αγάπη και θαυμασμό). Μερικοί άνθρωποι σοκάρονται ακόμη και στη σκέψη ότι πρέπει να πληρώσουν για κάθε αξία που λαμβάνουν. Προτιμούν, για παράδειγμα, να πληρώνουν για τη χρήση των δρόμων μέσω φόρων (αν και αυτή η μέθοδος είναι αποδεδειγμένα ακριβότερη) προκειμένου να μπορέσουν να προσποιηθούν ότι πράγματι λαμβάνουν την υπηρεσία δωρεάν. Αυτοί οι άνθρωποι συνήθως διακατέχονται από μια έλλειψη αυτοεκτίμησης, αισθάνονται αμφιβολία για την ικανότητά τους να επιβιώσουν σε έναν κόσμο όπου δεν θα τους παρέχεται τίποτα δωρεάν από τους συνανθρώπους τους. Αλλά τα ψυχολογικά τους προβλήματα δεν μεταβάλλουν τη φύση της πραγματικότητας. Εξακολουθεί να παραμένει γεγονός ότι ο μόνος ηθικός τρόπος για τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον είναι ο κανόνας «αξία για αξία» και ότι ο άνθρωπος που δεν αναγνωρίζει αυτόν τον κανόνα είναι κοινωνικό παράσιτο. Ένας άνθρωπος με υψηλή αυτοεκτίμηση θεωρεί εναν τέτοιο κανόνα δεδομένο και υπερηφανεύεται για την ικανότητά του να πληρώνει για τις αξίες που λαμβάνει.

Από την εξέταση των ζητημάτων που καλύπτονται στο παρόν είναι σαφές ότι μια κοινωνία ελεύθερης αγοράς θα μπορούσε, από την ίδια τη φύση της, να προάγει την ευθύνη, την ειλικρίνεια και την παραγωγικότητα για τα άτομα που ζουν σε αυτήν. Κάτι τέτοιο θα βελτίωνε από μόνο του την ηθική και τον πολιτισμό της κοινωνίας αυτής και θα μείωνε απότομα την εγκληματικότητα. Παρόλα αυτά, δεδομένου ότι οι άνθρωποι είναι πλάσματα με εθελοντική συνείδηση και μερικές φορές ενεργούν παράλογα, μια κοινωνία της ελεύθερης αγοράς θα πρέπει ακόμα να διαθέτει μέσα για τη διαιτησία των διαφορών, την προστασία και την υπεράσπιση της ζωής και της περιουσίας αλλά και την αποκατάσταση της αδικίας. Εάν δεν υπάρχει κυβέρνηση, τέτοιες εταιρίες θα προέκυπταν αυθόρμητα από την αγορά. Στα επόμενα κεφάλαια θα εξεταστούν αναλυτικά ο τρόπος δράσης προστατευτικών, διαιτητικών, αμυντικών και ασφαλιστικών εταιρειών σε ένα περιβάλλον ελεύθερης αγοράς.

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε